-
21 прогиб
η κάμψη (προς τα κάτω)το τόξο καμπής, το λύγισμα, το καμπύλωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогиб
-
22 профиль
1. (поперечное или продольное сечение, разрез поверхности, предмета) η τομή 2. (очертание, видсбоку) η πλάγια όψη, το προφίλ (ξεν.) 3. тех. η (κατα)τομή 4.(προκ.) το διαμορφωμένο έλασμα ή χυτόкруглый - мет. στρογγυλό -крупносортный мет. - μεγάλων διαστάσεωνмелкосортный мет. - μικρών διαστάσεωνрезиновый - από λάστιχο, ελαστικό -углобульбовый мет. - της βολβογωνίαςугловой мет. - της γωνίας5. (совокупность основных типических черт, характеризующих профессию, специальность) η ειδίκευση, η εξειδίκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профиль
-
23 путеукладка
ж.-д. η τοποθέτηση της σιδηροδρομικής γραμμής- чик το μηχάνημα τοποθέτησης της σιδηροδρομικής γραμ-μής/των ραγών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путеукладка
-
24 пучина
1. (водная глубь, бездна) η (θαλάσσια) άβυσσος 2. (глубокий провал в болоте, топь) о βαλτόλακκος, το βάραθρο 3. (частичное неравномерное поднятие грунта земляного полотна) το εξόγκωμα/οι ανωμαλίες του δρόμου ή της σιδηροδρομικής γραμμής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пучина
-
25 разъезд
ж.-д. η γραμμή ελιγμών (της μονής σιδηροδρομικής γραμμής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разъезд
-
26 резерв
1. (запас чего-л., источник) η εφεδρεία, το απόθεμαгорячий - (в энергетике) см. вращающийся -2. ж.-д. о οχετός των υδάτων/ομβρίων κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резерв
-
27 реле
ο ηλεκτρονόμος, ο ρωστήρας, ο τηλεδιακόπτης, разг. το ρελέ (ξεν.)вызывное (тлф.) - κλίσης- γραμμήςнеполя-ризованное - ουδέτερος -, μη-πολωμένος -- έντασηςудерживающее (тлф.) - αναμονής- κράτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реле
-
28 ставка /
1. (денежный взнос) η τιμ/ή 2. (процентная) (банк.) το επιτόκιο. II. (очная) η αντιπαράσταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ставка /
-
29 толщина
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > толщина
-
30 уширение
1. (увеличение в ширину) το φάρδεμα, το πλάτεμαη (δια)πλάτυνσηпоперечное - (прок.) εγκάρσιο -2. (уширенное место) το φαρδεμένο/(δια)πλατυσμένο μέρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уширение
-
31 фундамент
η βάσητο θεμέλιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фундамент
-
32 шаг
1. (при хотьбе) το βήμα 2. (резьбы, зубьев, винта) το βήμα, το διάστημα (του σπειρώματος, της έλικας, των οδοντωτών)поперечный - маш. εγκάρσιο -3. (действие, поступок) το βήμα, η ενέργεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шаг
-
33 блокировка
блокировкаж ж.-д. τό κλείσιμο τής γραμμής μέ σημαφόρο. -
34 будка
будкаж τό σπιτάκι, τό παράπηγμα, ὁ ὁΐκίσκϋς:железнодорожная \будка τό σπιτάκι τοῦ φύλακα σιδηροδρομικής γραμμής; караульная \будка ἡ σκοπιά, τό φυλάκιον' суфлерская \будка τό ὑποβολεῖο (θεάτρου); телефонная \будка ὁ τηλεφωνικός θάλαμος. -
35 линейный
линейн||ыйприл в разн. знач. γραμμικός, ὁ τῆς γραμμῆς· ◊ \линейныйые меры τά γραμμικά μέτρα· \линейный корабль см. линкор. -
36 насыпь
насыпьж τό ἀνάχωμα, τό ἐπίχωμα, τό μώλωμα:железнодорожная \насыпь τό ἀνάχωμα σιδηροδρομικής γραμμής. -
37 переводить
переводитьнесов1. (куда-л.) μεταθέτω/ μεταφέρ(ν)ω, προάγω, προβιβάζω (в другой класс):\переводить на другу́ю работу μεταθέτω σέ ἄλλη δουλειά·2. (на другой язык) μεταφράζω:\переводить устно μεταφράζω προφορικά· \переводить с ру́сского языка на греческий μεταφράζω ἀπό τά ρούσικα στά ἐλληνικά·3. (пересылать по почте) ἐμβάζω, στέλνω ἐμβασμα·4. (в другую систему измерения и т. п.) μετατρέπω· 5.:\переводить стрелку часов вперед (назад) μεταθέτω τόν δείκτη τοῦ ρολογιού ἐμπρός (πίσω)· \переводить стрелку ж.-д. γυρίζω τό κλειδί (σιδηροδρομικής γραμμής)·6. (бесполезно расходовать) разг σπαταλώ:\переводить проду́кты (деньги) σπαταλώ τά τρόφιμα (τά χρήματα)· ◊ \переводить дух παίρνω ἀνάσά \переводить разговор на другу́ю тему ἀλλάζω θέμα συζήτησης. -
38 путевой
путев||ойприл1. ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, ὁδικός:\путевоййе впечатления ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις· \путевойые расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· 2.:\путевой сторож ὁ φύλακας γραμμής σιδηροδρόμου, ὁ ἐπόπτης γραμμών. -
39 разрыв
разрывм1. прям., перен ἡ ρήξη [-ις], τό ρήγμα, ἡ διάσπαση [-ις], τό σπάσιμο:\разрыв дипломатических отношений ἡ διακοπή τών διπλωματικών σχέσεων \разрыв линии фронта ἡ διάσπαση (или τό σπάσιμο) τής γραμμής той μετώπου·2. (взрыв). ἐκρηξη [-ις], ἡ διάρρηξη [-ις]· ◊ \разрыв сердца разг ἡ συγκοπή τής καρδιάς. -
40 часть
част||ьж1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:\часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια
См. также в других словарях:
γραμμῆς — γραμμή stroke fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
όδευση — η (Α ὅδευσις) [οδεύω] 1. πορεία, οδοιπορία 2. διέλευση νεοελλ. 1. (σε περιόδους πολέμου ή πολιορκίας) α) πορεία διά μέσου οδευμάτων β) διάνοιξη οδεύμα τος 2. μέθοδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας για τον προσδιορισμό τών γεωγραφικών… … Dictionary of Greek
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κιριμπάτι — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κιριμπάτι Έκταση: 811 τ. χλμ. Πληθυσμός: 96.335 (2002) Πρωτεύουσα: Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Η βρετανική αποικία των νησιών Γκίλμπερτ, όπως ονομαζόταν κατά την αποικιακή περίοδο,… … Dictionary of Greek