Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γράμμα

  • 121 Ч, ч

    [τσε] εικοστό τέταρτο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου

    Русско-эллинский словарь > Ч, ч

  • 122 ш, ш

    [σα] εικοστό πέμπτο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου

    Русско-эллинский словарь > ш, ш

  • 123 Щ, щ

    [στσα] εικοστό έκτο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου

    Русско-эллинский словарь > Щ, щ

  • 124 Э, э

    [ε] εικοστό έβδομο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου

    Русско-эллинский словарь > Э, э

  • 125 Ю, ю

    [γιου] εικοστό όγδοο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου

    Русско-эллинский словарь > Ю, ю

  • 126 Я, я

    [για] εικοστό ένατο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου

    Русско-эллинский словарь > Я, я

  • 127 а

    а 1
    είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•

    от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•

    кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.

    а 2
    σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.
    1. (κατ’ αντιπαράθεση)•

    отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•

    не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•

    я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.

    2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•

    хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.

    3. εξάλλου•

    а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....

    4. και•

    ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.

    5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•

    а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•

    а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•

    а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.

    εκφρ.
    а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•
    спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.
    а 3
    μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•

    пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;

    (επιτακτικό)• ε•

    Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.

    а 4
    επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•

    а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•

    а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•

    а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.

    Большой русско-греческий словарь > а

  • 128 адресовать

    -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. адресованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.κ.σ.
    στέλλω γράμμα, τηλεγράφημα κ.τ.τ. με διεύθυνση. || κατευθύνω•

    этого человека -ал ко мне старый друг αυτόν τον άνθρωπο τον έστειλε σε μένα ένας παλαιός μου φίλος.

    || απευθύνω•

    вопрос -ван к ним το ερώτημα απευθύνονταν σ’ αυτούς.

    απευθύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > адресовать

См. также в других словарях:

  • γραμμά — γραμμά̱ , γραμμή stroke fem nom/voc/acc dual γραμμά̱ , γραμμή stroke fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράμμα — that which is drawn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το 1. γραπτό σύμβολο κάθε φθόγγου μιας γλώσσας: Τα γράμματα του αλφάβητου. 2. ο φθόγγος που παριστάνεται με γραπτό σύμβολο. 3. επιστολή: Ο ταχυδρόμος μού έφερε ένα γράμμα. 4. στον πληθ., γράμματα η μόρφωση: Δεν του άρεσαν τα γράμματα, γι’ αυτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμᾷ — γραμμή stroke fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἥνικα Πυθαγόρης τὸ περικλεὲς εὕρατο γράμμα κεῖν’, ἐφ’ ὅτῳ κλείνην ἤγαγε βουθυσίην. — (παλαιὸς λόγος). См. Гекатомба …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σιγίλιο — Γράμμα που γραφόταν σε μεμβράνη και υπογραφόταν από τον πατριάρχη και τα μέλη της πατριαρχικής συνόδου. Λεγόταν και σιγιλιώδες γράμμα. Σφραγιζόταν με μολυβδένια βούλα που στο ένα μέρος της έδειχνε την Παναγία να κρατάει στα χέρια της το μικρό… …   Dictionary of Greek

  • γράμμ' — γράμμα , γράμμα that which is drawn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμάν — γραμμά̱ν , γραμμή stroke fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμάς — γραμμά̱ς , γραμμή stroke fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμάτοιν — γράμμα that which is drawn neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»