-
21 зачаровать
-рую, -руешь, παθ. μτχ., παρλθ. χρ. зачарованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. μαγεύω, κάνω μάγια. || μτφ. γοητεύω, θέλγω. -
22 обворожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обвороженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.θέλγω, μαγεύω, γοητεύω, συναρπάζω,αιχμαλωτίζω. -
23 обольстить
-льщу, -льстишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обольщённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. δελεάζω, σαγηνεύω, γοητεύω, μαγεύω.2. παλ. ξελογιάζω, αποπλανώ, ξεπλανεύω (για γυναίκες).δελεάζομαι, ξελογιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
24 околдовать
-дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. околдованный, βρ: -ван -а, -оρ.σ.μ.1. μαγεύω, κάνω μάγια.2. μτφ. θέλγω, σαγηνεύω, γοητεύω. -
25 очаровать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очарованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. παλ. μαγεύω, κάνω μάγια.2. μτφ. γοητεύω, θέλγω, σαγηνεύω αιχμαλωτίζω.ενθουσιάζομαι κατενθουσιάζομαι. -
26 пленить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пленённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. αιχμαλωτίζω.2. μτφ. γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, σαγηνεύω•пленить красотой αιχμαλωτίζω με την ομορφιά.
γοητεύομαι, αιχμαλωτίζομαι, μαγεύομαι, θέλγομαι. -
27 подкупить
ρ.σ.μ.1. εξαγοράζω•подкупить свидетелей εξαγοράζω μάρτυρες•
подкупить их совесть εξαγοράζω τη συνείδηση τους•
подкупить деньгами εξαγοράζω με χρήματα•
подкупить подарками εξαγοράζω με δώρα, δωροδοκώ.
|| μτφ. αιχμαλωτίζω, θέλγω, γοητεύω, μαγεύω•подкупить своею добротой μαγεύω με την καλοσύνη•
его мягкий голос -ил всех η ήπια φωνή του γοήτευσε όλους.
2. αγοράζω ακόμα λίγο, συμπληρωματικά•подкупить сахару αγοράζω ακόμα λίγο ζάχαρη.
-
28 покорить
покорить 1-рю, -ршь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. покоренный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.μ.1. καταχτώ• υποτάσσω, υποδουλώνω•покорить страну υποτάσσω τη χώρα.
(κυρλξ. κ. μτφ.) δαμάζω•покорить зверя δαμάζω το θηρίο•
покорить силы природы δαμάζω τις δυνάμεις (στοιχεία) της φύσεις.
2. μτφ. αιχμαλωτίζω, γοητεύω, θέλγω, μαγεύω.εκφρ.покорить сердце – καταχτώ την καρδιά.καταχτιέμαι, υποτάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.покорить 2-рю, -ришь ρ. σ.μ.βλ. корить με σημ. λίγο, ενίοτε. -
29 прельстить
-льщу, -льстишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прельщённый, βρ: -щён, -щена, -оρ.σ.μ.1. γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, σαγηνεύω.2. αποπλανώ, δελεάζω• ξελογιάζω, ξεμυαλίζω.1. ερωτεύομαι, αιχμαλωτίζομαι.2. ξελογιάζομαι, ξεμυαλίζομαι• δελεάζομαι, αποπλανιέμαι. -
30 привлечь
-леку, -лечшь, -лекут, παρλθ. χρ. привлк, -лекла, -лекло, μτχ. παρλθ. χρ. привлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привлеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. τραβώ, έλκω προς εαυτόν.2. προσελκύω• εντυπωσιάζω•крики -ли нас на площадь οι φωνές μας τράβηξαν στην πλατεία•
его речь -ла внимание слушателей ο λόγος του τράβηξε την προσοχή των ακροατών•
привлечь на свою сторону τραβώ (παίρνω) με το μέρος μου.
3. εγκαλώ, ενάγω τραβώ στο δικαστήριο•привлечь к ответственности за нарушение тишины διώκω (δικαστικώς) σαν υπεύθυνο της διατάραξης της κοινής ησυχίας.
4. αντλώ, βγάζω, χρησιμοποιώ•привлечь цитаты для иллюстрации χρησιμοποιώ τσιτάτα για καλύτερη επεξήγηση.
|| θέλγω, γοητεύω προκαλώ τη συμπάθεια, αγάπη κ.τ.τ. -
31 приворожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привороженный, βρ: -жен, -жена, -жено; ρ.σ.μ. μαγεύω, κάνω μάγια. || μτφ. θέλγω, γοητεύω. -
32 прилучить
-лучу, -лучишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прилученный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.(διαλκ.) προσελκύω, τραβώ, θέλγω, γοητεύω.1. συμβαίνω, γίνομαι,2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι τυχαία. -
33 соблазнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соблазненный, βρ: -нен, -нена, -неноρ.σ.μ.1. βάζω σε πειρασμό• δελεάζω• αποπλανώ, εξαπατώ• ξελογιάζω. || θέλγω, γοητεύω, σαγηνεύω.2. παροτρύνω, προτρέπω• προδιαθέτω• πείθω.3. παλ. βάζω σε αμαρτία, κάνω να αμαρτήσει, κολάζω.4. παλ. αποπλανώ•соблазнить неопытную девушку αποπλανώ (ξεβγάζω) άπειρο κορίτσι.
μπαίνω (υποπίπτω, περιπίπτω) σε πειρασμό. || δελεάζομαι, κολάζομαι. -
34 увлечь
увлеку, увлечшь, увлекут, παρλθ. χρ. увлк, увлекла-ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увлеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. τραβώ, σύρω, έλκω• βγάζω, εξάγω• παρασύρω.2. μτφ. απορροφώ, απασχολώ ολοκληρωτικά. || μτφ. γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, σαγηνεύω.3. μτφ. ερωτεύομαι,.1. έλκομαι, τραβιέμαι.2. επιδίδομαι ολόψυχα, αφοσιώνομαι, απορροφούμαι. || ενθουσιάζομαι.3. ερωτεύομαι. -
35 чаровать
-рую, -руешь, μτχ. ενστ. чарующийρ.δ.μ.1. παλ. βλ. колдовать.2. γοητεύω, θέλγω• σαγηνεύω•μαγεύω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γοητεύω — bewitch pres subj act 1st sg γοητεύω bewitch pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητεύω — γοητεύω, γοήτευσα και γοήτεψα βλ. πίν. 19 ,βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γοητεύω — (AM γοητεύω) [γόης] ασκώ μαγική επίδραση, μαγεύω νεοελλ. σαγηνεύω (αρχ. μσν.) παραπλανώ, παρασύρω αρχ. είμαι μάγος … Dictionary of Greek
γοητεύω — γοήτευσα, γοητεύτηκα, γοητευμένος 1. μαγεύω: Εντυπωσιάστηκα βλέποντας το φακίρη που γοήτευσε το φίδι. 2. θέλγω, σαγηνεύω: Μεγοήτευσε με την ευγένειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεγοητευμένα — γοητεύω bewitch perf part mp neut nom/voc/acc pl γεγοητευμένᾱ , γοητεύω bewitch perf part mp fem nom/voc/acc dual γεγοητευμένᾱ , γοητεύω bewitch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητεύῃ — γοητεύω bewitch pres subj mp 2nd sg γοητεύω bewitch pres ind mp 2nd sg γοητεύω bewitch pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγοητευμένον — γοητεύω bewitch perf part mp masc acc sg γοητεύω bewitch perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευθέντα — γοητεύω bewitch aor part pass neut nom/voc/acc pl γοητεύω bewitch aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευομένων — γοητεύω bewitch pres part mp fem gen pl γοητεύω bewitch pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευόμενον — γοητεύω bewitch pres part mp masc acc sg γοητεύω bewitch pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευόντων — γοητεύω bewitch pres part act masc/neut gen pl γοητεύω bewitch pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)