Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γνώμης

  • 1 держаться

    держ||а́ться
    несов
    1. κρατιέμαι, κρατούμαι:
    \держаться на поверхности воды κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νερού· \держаться в седле κάθομαι στή σέλλα· \держаться на ногах κρατιέμαι στά πόδια·
    2. (за кого-л., за что-л.) πιάνομαι, κρατιέμαι, κρατούμαι:
    \держаться за руки κρατιέμαι ἀπ' τό χέρι·
    3. (о предметах) κρατιέμαι:
    пу́говица держится на одной нитке τό κουμπί κρατιέται ἀπό μιά κλωστή·
    4. прям., перен (придерживаться) ἀκολουθῶ, ὑποστηρίζω:
    \держаться берега ἀκολουθῶ τή ἀκτή· \держаться правой стороны πηγαίνω ἀπ' τά δεξιά· \держаться взгляда εἶμαι τής γνώμης, ὑποστηρίζω τή γνώμη·
    5. (вести себя) φέρομαι, συμπεριφέρομαι:
    \держаться уверенно φέρομαι μέ πεποίθηση·
    6. (не сдаваться) κρατάω, ἀντέχω, βαστῶ-◊ \держаться вместе разг νά είμαστε μαζί· \держаться в стороне μένω παράμερα, δέν παίρνω μέρος· только \держатьсяи́сь! разг βάστα!, κρατήσου!· \держаться на волоске κρέμομαι (или κρατιέμαι) ἀπό μιά κλωστή.

    Русско-новогреческий словарь > держаться

  • 2 мнение

    мнени||е
    с ἡ γνώμη:
    общественное \мнение ἡ κοινή γνώμη· общепринятое \мнение ἡ κοινή, παραδεδεγμένη ἄποψη· обмен \мнениеями ἡ ἀνταλλαγή γνωμών иметь свое \мнение ἔχω δικιά μου γνώμή по моему́ \мнениею κατά τήν γνώμη μου· быть плохого (хорошего) \мнениея о ком-л. ἔχω κακή (καλή) γνώμη Υΐά κάποιον быть невысокого \мнениея о ком-л. δέν πολυεκτιμῶ κάποιον быть слишком высокого \мнениея о себе ἔχω πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτόν μου· быть того́ же \мнениея εἶμαι τής ίδιας γνώμης· разделять чье-л, \мнение συμμερίζομαι τήν γνώμη Κάποιου· оставаться при своем \мнениеи ἐπιμένω στήν ἄποψη μου.

    Русско-новогреческий словарь > мнение

  • 3 придерживаться

    придерживаться
    несов
    1. (за что-л.) πιάνομαι, κρατιέμαι, κρατοῦμαν
    2. перен ἔχω, εἶμαι (взглядов и т. п.)/ ἀκολουθώ (обычаев и т. п.):
    \придерживаться мнения εἶμαι τής γνώμης, θεωρώ· \придерживаться правила ἔχω σάν κανόνα· \придерживаться темы δεν φεύγω ἀπό τό θέμα

    Русско-новогреческий словарь > придерживаться

  • 4 a matter of opinion

    (something about which different people have different opinions or views: Whether she's clever or not is a matter of opinion.) ζήτημα γνώμης,υποκειμενικό θέμα

    English-Greek dictionary > a matter of opinion

  • 5 be of the opinion (that)

    (to think: He is of the opinion that nothing more can be done.) είμαι της γνώμης

    English-Greek dictionary > be of the opinion (that)

  • 6 be of the opinion (that)

    (to think: He is of the opinion that nothing more can be done.) είμαι της γνώμης

    English-Greek dictionary > be of the opinion (that)

  • 7 public opinion poll

    (a way of finding out public opinion by questioning a certain number of people.) σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης

    English-Greek dictionary > public opinion poll

  • 8 second thoughts

    (a change of opinion, decision etc: I'm having second thoughts about selling the piano.) μεταβολή γνώμης/ωριμότερη σκέψη

    English-Greek dictionary > second thoughts

  • 9 бессловесный

    επ. βρ: -сен, -сна, -сно
    1. άλαλος, άφωνος, βωβός, άναυδος.
    2. αμίλητος, σιωπηλός (που δεν έχει, το θάρρος της γνώμης του).

    Большой русско-греческий словарь > бессловесный

  • 10 давление

    ουδ.
    1. πίεση•

    кровяное давление πίεση του αίματος•

    атмосферное давление ατμοσφαιρική ττίεση•

    повышенное кровяное давление υπέρταση, υπερτονία•

    пониженное кровяное давление υπόταση.

    2. μτφ. εξαναγκσμός•

    экономическое давление οικονομική πίεση•

    оказывать давление ασκώ πίεση.

    εκφρ.
    под -ем – κάτω από πίεση•
    под -ем общественного мнения – κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης.

    Большой русско-греческий словарь > давление

  • 11 неприятие

    ουδ. (γραπ. λόγος) η μη αποδοχή (γνώμης, άποψης κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > неприятие

  • 12 отговоры

    -ов πλθ. συμβουλιές (για αλλαγή γνώμης ή απόφασης).

    Большой русско-греческий словарь > отговоры

  • 13 поддержка

    θ.
    1. υποστήριξη, -ιγμα.
    2. βοήθεια, αρωγή, επικουρία, συνδρομή συμπαράσταση. || συνηγορία•

    поддержка предложения, мнения υποστήριξη της πρότασης, της γνώμης.

    || ενίσχυση• προστασία•

    поддержка наступающих артиллерийским огнм υποστήριξη των επιτιθέμενων με πυρά πυροβολικού.

    Большой русско-греческий словарь > поддержка

  • 14 разуверение

    ουδ.
    αλλαγή γνώμης. || αλλαξοπιστία.

    Большой русско-греческий словарь > разуверение

  • 15 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 16 Accord

    subs.
    P. ὁμόνοια, ἡ, συμφωνία, ἡ (Plat.).
    With one accord: P. and V. ὁμοῦ, P. μιᾷ ὁρμῇ (Xen.), ἐκ μιᾶς γνώμης, ἀπὸ μιᾶς ὁρμῆς, Ar. and P. ὁμοθυμαδόν; see Unanimously.
    Of one's own accord: use adj., P. and V. ἑκών· αὐτεπάγγελτος, P. ἑκών γε εἶναι.
    Of things, without human agency: use adj., P. and V. αὐτόματος, P. ἀπὸ ταὐτομάτου.
    Be in accord: see Agree.
    ——————
    v. trans.
    See Grant.
    Accord with: P. and V. συνᾴδειν (dat.), συμφέρειν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), V. ὁμορροθεῖν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Accord

  • 17 Authority

    subs.
    Power: P. and V. ἀρχή, ἡ, ἐξουσια, ἡ, δναμις, ἡ, κῦρος, τό, κρτος, τό, δυναστεία, ἡ.
    Influence: P. and V. δναμις, ἡ.
    Permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ.
    Testimony: Ar. and P. μαρτυρία, ἡ, V. μαρτριον, τό or Pl.
    Concretely, witness: P. and V. μάρτυς, ὁ or ἡ
    Quote as authority, v.: P. παρατίθεσθαι (acc.).
    An authority on: P. and V. ἐπιστήμων, ὁ or ἡ (gen.), ἔμπειρος, ὁ or ἡ (gen.).
    Having authority, adj.: P. and V. κριος.
    Having full authority, adj.: Ar. and P. αὐτοκρτωρ.
    Without authority, adj.: P. ἄκυρος.
    Without your authority: P. μὴ σημήναντός σου (Plat., Phaedo 62C).
    On one's own authority: P. ἀφʼ ἑαυτοῦ γνώμης.
    They accused the generals of making terms without their authority: P. τοὺς στρατηγούς ἐπῃτιάσαντο ὅτι ἄνευ αὑτῶν συνέβησαν (Thuc. 2, 70).
    The authorities, those in authority: P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κρια, P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαί
    This period ( of history) was omitted by all authorities before me: τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον (Thuc. 1, 97).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Authority

  • 18 Beside

    prep.
    P. and V. παρ (acc. for motion, dat. for rest).
    Outside of: P. and V. ἔξω (gen.), ἐκτός (gen.), V. ἐκποδών (gen.) (also Xen., but rare P.).
    Beside the point: P. ἔξω τοῦ πράγματος (Dem. 1318), Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.
    Except: P. and V. πλήν (gen.), χωρς (gen.), δχα (gen.), Ar. and P. παρ (acc.).
    Over and above: P. and V. πρός (dat.), ἐπ (dat.).
    Beside oneself: P. ἔξω ἑαυτοῦ, V. ἔξω φρενῶν, ἔξω γνώμης; see Mad.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beside

  • 19 Divorce

    subs.
    V. διλυσις, ἡ, παλλαγή, ἡ.
    Where the husband divorces the wife: P. ἀπόπεμψις, ἡ.
    Where the wife divorces the husband: P. ἀπόλειψις, ἡ.
    met., separation: P. διάλυσις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    Where the husband divorces the wife: P. ἐκπέμπειν, ἐκβάλλειν.
    Where the wife divorces the husband: P. ἀπολείπειν.
    met., separate: P. and V. διαιρεῖν, διαλαμβνειν; see Separate.
    Virtue is nothing when divorced from sense: V. γνώμης γὰρ οὐδὲν ἁρετὴ μονουμένη (Eur., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Divorce

  • 20 Error

    subs.
    P. and V. μαρτία, ἡ, σφάλμα, τό, P. ἁμάρτημα, τό, διαμαρτία, ἡ, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλκημα, τό.
    Be in error, v.: see be mistaken.
    Error of judgment: P. γνώμης ἁμάρτημα (Thuc. 2, 65).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Error

См. также в других словарях:

  • γνώμης — γνώμη means of knowing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκάλοπ, Τζορτζ Χόρας — (George Horace Gallup, ΗΠΑ 1901 – Γενεύη 1984). Αμερικανός στατιστικολόγος. Από το 1923 διετέλεσε καθηγητής της δημοσιογραφίας και παράλληλα πραγματοποίησε έρευνες, κυρίως μεταξύ των αναγνωστών των εφημερίδων. Το 1935 τελειοποίησε το Gallup Poll… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( …   Deutsch Wikipedia

  • αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… …   Dictionary of Greek

  • γκάλοπ — το δειγματοληπτική μέθοδος με την οποία γίνεται δυνατή η σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης, δημοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού ιδρυτή τού ινστιτούτου σφυγμομέτρησης τής κοινής γνώμης Τζωρτζ Γκάλοπ (Gallup)] …   Dictionary of Greek

  • γνωμοδότηση — Όρος που σημαίνει την έκφραση γνώμης ενός προσώπου, μιας αρχής, συμβουλίου κλπ. κατά την περίπτωση στην οποία αρμόδιο λήψης απόφασης είναι άλλο πρόσωπο, αρχή ή δικαστήριο. Στην πολιτική και στην ποινική δικονομία προβλέπεται η γ. των… …   Dictionary of Greek

  • ευαισθητοποίηση — η [ευαισθητοποιώ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού ευαισθητοποιώ, η όξυνση τών αισθήσεων 2. φρ. «ευαισθητοποίηση τής κοινής γνώμης» ενημέρωση και κινητοποίηση τής κοινής γνώμης ώστε να υπάρξουν αντιδράσεις για ορισμένο ζήτημα 3. βιολ. η… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • παλιμβουλία — η (Α παλιμβουλία [παλίμβουλος] η συνεχής αλλαγή τής γνώμης, η αστάθεια τής γνώμης …   Dictionary of Greek

  • παρρησία — η, ΝΜΑ 1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. η ελευθερία τής προσέγγισης, το θάρρος τού χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»