-
1 γληνη
ἥ1) зрачок(γλῆναι ὑπ΄ ὀφρύσιν ἀστράπουσαι Anth.)
2) глазное яблоко Hom., Soph.3) презр. человечишко, ничтожество(κακέ γ. Hom.)
-
2 γλήνη
η анат. суставная впадина -
3 ερρω
(fut. ἐρρήσω, aor. ἥρρησα)1) медленно идти, тащиться, плестисьὁ ἔρρων πλησίον ἐπὴ θρόνου ἷζε — с трудом продвигаясь поближе, (хромой Гефест) сел в кресло;
ἥ μ΄ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο Hom. — она встретилась мне, одиноко бродившему2) (велением рока) двигаться, отправляться, идти3) быть вытесненным, изгнанным(ἐκ τῆς αὐτῶν χώρας Plat.)
ἐκ ναὸς ἔ. Aesch. — быть сброшенным с корабля4) лишиться(ὀμμάτων ἔ. Aesch.)
ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις! Eur. — какой славной судьбы ты лишился бы!5) погибнуть, исчезнуть, пропасть(Βακτρίων ἔρρει πανώλης δῆμος Aesch.)
πόσον τίνα χρόνον ἄφαντος ἔρρει ; Soph. — сколько же времени тому назад бесследно исчез (царь Лаий)?;ἔρρει τὰ θεῖα Soph. — почитанию богов пришел конец;ἔρρει δέμας φλογιστόν Soph. — тело уничтожено огнем;τἀκείνου σωτήρι΄ ἔρρει Soph. — нет больше надежды на его спасение;ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα! Xen. — дело мое пропало!, я погиб! (лат. actum est de me!);ἀχλεῆ ἔ. Plut. — бесславно пропасть, быть преданным забвению6) ( в проклятиях) убираться, проваливатьἔρρε, κακέ γλήνη! Hom. — сгинь, презренная баба! (лат. abi in malam rem!);
ἔρρ΄ ἐς κόρακας! Arph. — проваливай на съедение воронам! (лат. pasce corvos!);ἐρρέτω Ἴλιον! — пропади пропадом Илион!;ἔρρ΄ ἀπ΄ ἐμεῖο! Theocr. — прочь от меня!
См. также в других словарях:
γλήνη — eyeball fem nom/voc sg (attic epic ionic) γλή̱νη , γλῆνος gaudy things neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γλή̱νη , γλῆνος gaudy things neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλήνῃ — γλήνη eyeball fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλήνη — η (Α γλήνη) 1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης 2. η κόρη τού ματιού αρχ. 1. το μάτι 2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού 3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» χάσου, παλιοκόριτσο). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν… … Dictionary of Greek
γληνέων — γλήνη eyeball fem gen pl (epic ionic) γλη̱νέων , γλῆνος gaudy things neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλῆναι — γλήνη eyeball fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλήναις — γλήνη eyeball fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλήνην — γλήνη eyeball fem acc sg (attic epic ionic) γλή̱νην , γλῆνος gaudy things neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλήνης — γλήνη eyeball fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλήνῃσι — γλήνη eyeball fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλήνῃσιν — γλήνη eyeball fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NAZARENUS — a Gap desc: Hebrew per Tzade, cognomen DOMININOSTRI, ob educationem in oppido Nazaret ei inditum, Matthaei c. 2. v. ult. Καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν ἐις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ ὅπως πληρωθῇ τὸ ῤηθὲν διὰ τῶ Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται, Et veniens… … Hofmann J. Lexicon universale