-
1 γλωσσ-αργία
γλωσσ-αργία, ἡ, = γλωσσαλγία. Bei Luc. Lexiph. 19 καὶ σιωπὴν ἐπιβάλλειν τινί = Maulsperre.
-
2 γλωσσ-αλγέω
γλωσσ-αλγέω, Zungenschmerz haben, Poll. 4, 185; schwatzen bis Einem die Zunge wehthut, K. S.
-
3 γλωσσ-αλγία
γλωσσ-αλγία, ἡ, Geschwätzigkeit, Frechheit im Reden, Eur. Andr. 690 Med. 525 u. öfter bei Sp., wie Plut. garr. 14.
-
4 γλωσσ-αλγίας
γλωσσ-αλγίας, ὁ, = folgdm, Polem. Physiogn.
-
5 γλωσσ-ώδης
γλωσσ-ώδης, ες, geschwätzig, LXX.
-
6 γλώσσ-αργος
γλώσσ-αργος, = γλώσσαλγος, D. Chrys.
-
7 γλώσσ-αλγος
γλώσσ-αλγος, geschwätzig, frech im Reden, Philo u. a. Sp.
-
8 κατα-γλωσσ-αλγέω
κατα-γλωσσ-αλγέω, verstärktes γλωσσαλγέω, Eumath.
-
9 γλώσσαλγος
γλώσσ-αλγος u. γλωσσ-αλγίας, geschwätzig, frech im Reden -
10 γλωσσαλγίας
γλώσσ-αλγος u. γλωσσ-αλγίας, geschwätzig, frech im Reden -
11 γλωσσαλγέω
γλωσσ-αλγέω, Zungenschmerz haben; schwatzen bis einem die Zunge wehrut -
12 γλωσσαλγία
γλωσσ-αλγία, Geschwätzigkeit, Frechheit im Reden -
13 γλωσσαργία
-
14 γλωσσώδης
-
15 κοτ-ήγορος
κοτ-ήγορος, ὁ, Ankläger; Soph. Tr. 811; Her. 3, 71. 8, 88; Plat. Apol. 18 b; oft bei Rednern; – Verräther; τῶν ματαίων ἀνδράσι φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληϑὴς γίγνεται κατήγορος Aesch. Spt. 421; χϑονός Lycophr. 58; ἡ ἀμέλεια σαφὴς ψυχῆς κατήγορος κακῆς, verräth, Xen. Oec. 20, 15.
-
16 γλῶσσα
γλῶσσα, ἡ, att. γλῶττα (cf. das vor., eigtl. die Spitze), 1) die Zunge, von Hom. an überall von Menschen u. Thieren; γλώσσας τάμνειν Odyss. 3, 332, ἐν πυρὶ βάλλειν vs. 341, Zungen der Opferthiere, geschah zum Schluß der Abendmahlzeit, vgl. Nitzsch; – γλώσσης χάριν, nur um zu reden, od. um Einem nach dem Munde zu reden, Hes. O. 707; vgl. Aesch. Ch. 264; ἀπὸ γλώσσης, mündlich, ἐφϑέγξατο Pind. Ol. 6, 13; vgl. P. 3, 2; φράσω Cratin. B. A. 436; εἰπεῖν Her. 1, 123; Thuc. 7, 10; im Ggstz des schriftlichen. Bei Aesch. Ag. 787 δίκας γὰρ οὐκ ἀπὸ γλώσσης ϑεοὶ κλύοντες nicht bloß die Worte hörend, sondern nach der Wahrheit; Luc. pro laps. 18 οὐ τὴν γλῶτταν, ἀλλὰ τὴν γνώμην ἐξετάζειν; Eur. Hipp. 612 ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος; – ὅ, τι κεν ἐπὶ γλῶτταν ἔλϑῃ εἰπεῖν, sagen, was Einem in den Mund kommt, Luc. Qu. hist. 32; γλῶσσα δέδεται Merc. cond. 5; τὴν γλῶτταν πεπεδημένη Bis acc. 15; ἐκ φόβου τὴν γλῶτταν ἐγκλείσας ἔχει Soph. Ant. 180; vgl. βαίνω, – Geradezu: Sprache, von Hom. an geläufig; bes. Mundart, Dialekt; Il. 2, 804. 4, 438 Od. 19, 175; γλῶσσαν ἱέναι, eine Sprache reden, Her. 1, 57 u. öfter; Thuc. 3, 112; τὴν αὐτὴν γλῶσσαν νομίζουσι, gebrauchen, Her. 1, 142. 4, 183; χρῆσϑαι 4, 109. Auch = Provinzialismus, ein Wort, das nicht im allgemeinen Gebrauch ist, ein veralte tes; Arist. poet. 42 rhet. 3, 2; κατὰ γλῶσσαν γράφειν, in ungewöhnlichen, veralteten Ausdrücken schreiben, Luc. Lexiph. 25 ff.; oft Gramm. – Sprachvermögen, Redegabe; πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε Ar. Vesp. 547; Cratin. nannte den Perikles μεγίστη γλῶττα τῶν Ἑλληνίδων, was Aristid. or. 45 (II. p. 23) nachahmt, vgl. Aeschrio Ath. VIII, 335 d. – 2) das Mundstück der Flöte, αὐλῶν B. A. 32; vgl. Aesch. 3, 229; σάλπιγγος Poll. 4, 85; – ein zungenförmiger Schuhriemen, B. A. 32; vgl. Plat. com. Ath. XV, 677 a; s. Lob. zu Phryn. 229 u. γλωσσίς.
-
17 θρόος
θρόος, ὁ (ϑρέω), att. zsgz. ϑροῠς, lautes Rufen; οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς ϑρόος, ἀλλὰ γλῶσσ' ἐμέμικτο Il. 4, 437; Pind. πολύφατος ϑρόος ὑμνων, lauter Schall, N. 7, 81, wie ἠχήεις ϑρ. αὐλῶν p. bei Plut. Symp. 3, 6, 4. Bei Xen. Hell. 6, 5, 35 heimliches Gemurmel einer Menge, womit Thuc. 4, 66. 8, 79 zu vgl.; ϑροῦς τις τοιοῠτος διῆλϑε, ein Gerücht verbreitete sich, Xen. Cyr. 6, 1, 37, wie D. ^^al. 6, 57; Plut. Galb. 26 u. D. C. oft.
-
18 ἀν-ώμοτος
См. также в других словарях:
γλῶσσ' — γλῶσσι , γλάζω sing aloud fut part act masc/neut dat pl (epic) γλῶσσα , γλῶσσα tongue fem nom/voc sg γλῶσσαι , γλῶσσα tongue fem nom/voc pl γλῶσσαι , γλῶσσα tongue fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκι — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη της Νεοελληνικής με τεράστια παραγωγική δύναμη. Χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υποκοριστικών ουδετέρου γένους ουσιαστικών κυρίως, αλλά και επιθέτων (πρβλ. λιγ άκι, μικρ άκι) … Dictionary of Greek
-άκλα — Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής με σκωπτική ή μειωτική σημασία π.χ. μουρ άκλα (μούρη), φων άκλα (φωνή), χερ άκλα (χέρι) κ.λπ … Dictionary of Greek
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
-άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… … Dictionary of Greek
-αΐτης — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ονομάτων που δηλώνουν τοπική προέλευση ή παρωνύμιο. Σχηματίστηκε αρχικά σε μεταγεν. εθνικά και παρώνυμα ονόματα που είχαν στο θέμα τους αι: Αθήναι > Αθηναι ίτης > Αθηνα ΐτης, σπήλαιον > σπηλαι ίτης > σπηλα… … Dictionary of Greek
-αινα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ανδρωνυμικών κυρίως ονομάτων τής ΝΕ (πρβλ. Γιώργης Γιώργ αινα, Κώστας Κώστ αινα, Βασίλης Βασίλ αινα κ.τ.ό., καθώς και γιατρός γιάτρ αινα, τσαγγάρης τσαγγάρ αινα, σταθμάρχης σταθμάρχ αινα κ.τ.ό.), που δηλώνουν τη σύζυγο… … Dictionary of Greek
-ακας — Γλωσσ. βλ. άκι … Dictionary of Greek
-αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… … Dictionary of Greek
-αλάς — Γλωσσ. κατάλ. επιτατική ή μεγεθυντική, περιορισμένης παραγωγικότητας, που προήλθε ανομοιωτικά με τροπή τού ρ σε λ) από την κατάλ. αράς < άρα*, όταν στη λ. υπήρχε και άλλο ρ, ή από θηλ. ουσιαστικά σε άλα ή αρσ. σε αλος με την κατάληξη… … Dictionary of Greek