Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γλυκεῖα

  • 1 Embrace

    v. trans.
    P. and V. ἀσπάζεσθαι, V. περιπτύσσειν (Plat. also but rare P.), προσπτύσσειν (or mid.), ἀμφιβάλλειν, περιβάλλειν, ἀμπίσχειν, Ar. and P. περιλαμβνειν.
    Cling to: P. and V. ἔχεσθαι (gen.), ἀντέχεσθαι (gen.), λαμβνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβνεσθαι (gen.).
    Clasp in one's arms: V. παγκαλίζεσθαι.
    met., embrace (opportunity, etc.): P. and V. λαμβνειν.
    Embrace ( the cause of some one): P. and V. φρονεῖν τ (τινος).
    Practise: see Practise.
    Include: P. and V. ἔχειν, συλλαμβνειν, P. περιέχειν, περιλαμβάνειν; see Include.
    So they embraced all these matters in one decree: P. διόπερ ἅπαντα ταῦτα εἰς ἓν ψήφισμα συνεσκεύεσαν (Dem. 358).
    ——————
    subs.
    V. ἀσπάσματα, τά, ἀμφιπτυχαί, αἱ, περιπτυχαί, αἱ, P. and V. περιβολαί, αἱ (Xen.).
    O sweet embrace: V. ὦ γλυκεῖα προσβολή (Eur., Med. 1074).
    Lying in each other's embrace: V. ἐπʼ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι (Soph., O.C. 1620).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Embrace

См. также в других словарях:

  • γλυκεία — γλυκείᾱ , γλύκειος fem nom/voc/acc dual γλυκείᾱ , γλύκειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γλυκείᾱ , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκείᾳ — γλυκείᾱͅ , γλύκειος fem dat sg (attic doric aeolic) γλυκείᾱͅ , γλυκύς sweet to the taste fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκεῖα — γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκείας — γλυκείᾱς , γλύκειος fem acc pl γλυκείᾱς , γλύκειος fem gen sg (attic doric aeolic) γλυκείᾱς , γλυκύς sweet to the taste fem acc pl γλυκείᾱς , γλυκύς sweet to the taste fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκείαι — γλυκείᾱͅ , γλύκειος fem dat sg (attic doric aeolic) γλυκείᾱͅ , γλυκύς sweet to the taste fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκεῖ' — γλυκεῖα , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg γλυκεῖαι , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκείαν — γλυκείᾱν , γλύκειος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • тыква — укр. тиква, др. русск. тыкы, род. п. къве, болг. тиква, сербохорв. ти̏ква, словен. tîkva, чеш. tykev, слвц. tekvica, польск. tykwa. Сравнивают с греч. σίκυς м. огурец , σίκυος, род. п. ου – то же, местн. н. Σικυών Огуречный город , наряду с этим …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • TAPETES — Graec. Τάπητες, Ammonio οἱ ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλακὸν ἔχοντες, sicut Α᾿μφιτάπητες οἱ ἔξ ἀμφοτέρων; ubi μαλακὸν pro molli villo, sive pilorum mollitie posuit: idem fuêre cum Gausapis, sicut Amphitapetes cum Amphimallis. Nempe Tapetes ex una… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»