Перевод: со всех языков на все языки
γλυκερ
Ничего не найдено.
См. также в других словарях:
φωσφογλυκερίδιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα φωσφογλυκερίδια (βιοχ.) ομάδα φωσφολιποειδών τα οποία μπορεί να θεωρηθούν ως παράγωγα τού φωσφορικού εστέρα τής γλυκερίνης ή γλυκερινοφωσφορικού οξέος και αποτελούν σημαντικότατα συστατικά τών κυτταρικών μεμβρανών, αλλά… … Dictionary of Greek
-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
-ίνη — κατάλ. πολλών χημικών όρων οι οποίοι αποτελούν αντιδάνειες λ. ή μεταφορές στην Ελληνική ξεν. όρων που εμφανίζουν κατάλ. ine < λατ. ina, θηλ. τής inus. Η καταλ. ίνη εμφανίζεται σε πολλές κατηγορίες, όπως: 1) στην εμπειρική ονομασία καύσιμων… … Dictionary of Greek