-
1 moite
γλοιώδης -
2 gooey
γλοιώδης -
3 viscid
γλοιώδης -
4 viscous
γλοιώδης -
5 sırnaşık
γλοιώδης, κολλντσίδα, φορτικός -
6 липкий
-
7 слизистый
επ.βλ. слизевой; -ое вещество γλοιώδης ουσία.εκφρ.- ая оболочка – γλοιώδης μεμβράνα, βλεννογόνος υμένας. -
8 ольха
бот. η κλήθρα, η σκλήθραклейкая (или чёрная) - κλήθρα η γλοιώδης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ольха
-
9 слизистый
анат. βλεννώδης, γλοιώδης - ая оболочкаο βλεννογόνος υμήν/υμέ-νας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слизистый
-
10 тина
ο βόρβορος, η γλοιώδης λάσπη (από στάσιμα νερά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тина
-
11 шлих
горн. το συμπυκνωμένο (βαρύ) εμπλούτισμα, η συμπυκνωμένη γλοιώδης εμπλουτισμένη λάσπη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шлих
-
12 вязкий
вязк||ийприл γλοιώδης, ιξώδης/ λα-σπώδης (тинистый)! βαλτώδης (о почве). -
13 клейкий
клей||кийприл γλοιώδης, Ιξώδης / κολλώδης (вязкий). -
14 липкий
липкийприл κολλώδης, γλοιώδης. Ιξώδης. -
15 прилипчивый
прилипчивыйприл1. κολλώδης, κολλητικός, γλοιώδης·2. разг перен (надоедливый) φορτικός, ὀχληρός:\прилипчивый человек ὀχληρός ἄνθρωπος, κολλητσίδα·3. разг (о болезни) κολλητικός, μεταδοτικός, -
16 слизистый
сли́зист||ыйприл βλεννώδης, γλοιώδης· μυξώδης:\слизистыйая оболочка анат. ὁ βλεννογόνος ὑμήν, ἡ βλεννομεμβράνα -
17 clammy
['klæmi](damp and sticky: clammy hands.) γλοιώδης -
18 slimy
adjective (covered with, consisting of, or like, slime: a slimy mess on the floor.) γλοιώδης -
19 smarminess
noun το να είναι κανείς γλοιώδης ή λακές -
20 smarmy
(over-respectful and inclined to use flattery: I can't bear his smarmy manner.) `γλείφτης`, `γλοιώδης`
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλοιώδης — glutinous masc/fem acc pl (attic epic doric) γλοιώδης glutinous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γλοιώδης glutinous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιώδης — ες (AM γλοιώδης, ες) [γλοιός] κολλώδης νεοελλ. αναξιοπρεπής, κόλακας αρχ. (για νερό) γεμάτος με ελαιώδες κατακάθι … Dictionary of Greek
γλοιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. κολλώδης, λιπαρός: Το σαλιγκάρι αφήνει στο πέρασμά του μια γλοιώδη ουσία. 2. μτφ., ο σιχαμερός: Με φλερτάρει ένας τύπος γλοιώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλοιώδει — γλοιώδης glutinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) γλοιώδης glutinous masc/fem/neut dat sg γλοιώδεϊ , γλοιώδης glutinous dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιώδη — γλοιώδης glutinous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γλοιώδης glutinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γλοιώδης glutinous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιῶδες — γλοιώδης glutinous masc/fem voc sg γλοιώδης glutinous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιωδῶν — γλοιώδης glutinous masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιωδῶς — γλοιώδης glutinous adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιώδεες — γλοιώδης glutinous masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιώδους — γλοιώδης glutinous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
глей — род. п. глея глина , диал., севск., укр. глей синяя глина, ил , польск. glej илистая почва . Родственно лтш. glìzda глина, синяя глина , греч. γλία клей , γλοιός густое, нечистое масло, грязная, липкая жидкость , γλοιώδης липкий, цепкий , др.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера