Перевод: с греческого на все языки
γλιστρ
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
γλιστερός — ή, ό 1. ολισθηρός («γλιστερό πάτωμα») 2. επικίνδυνος 3. λείος («γλιστερό σανίδι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *γλιστρ ερός (με ανομοίωση) < γλίστρα < γλιστρώ] … Dictionary of Greek
τσυρίδα — και τσιρίδα, η, Ν διαπεραστική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσυρίζω / τσιρίζω + κατάλ. ίδα (πρβλ. γλιστρ ίδα)] … Dictionary of Greek