-
1 γιορτάζω
[ёртазо] р. праздноватьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γιορτάζω
-
2 справить
ρ.σ.μ.1. γιορτάζω•справить день рождения γιορτάζω τα γενέθλια•
справить именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή•
справить серебряную, золотую свадьбу γιορτάζω τους αργυρούς, χρυσούς γάμους.
2. ασχολούμαι με κάτι, δουλεύω, φτιάχνω,3. ετοιμάζω• εξασφαλίζω• παρέχω.4. παλ. (για έγγραφα) βγάζω, φροντίζω να βγάλω, να πάρω.5. διορθώνω, επισκευάζω.1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα•справить с работой αντεπεξέρχομαι στη δουλειά•
тебе с ним не справить εσύ μ αυτόν δε θα τα βγάλεις πέρα.
2. μαθαίνω, πληροφορούμαι, κατατοπίζομαι.3. διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω.εκφρ.не -лся с деньгами – δε μού φτασαν τα χρήματα, δεν τα κανόνισα έτσι που να μου φτάσουνν -справить с собой συγκρατιέμαι. -
3 праздновать
-ную, -нуешьρ.δ.μ. γιορτάζω, εορτάζω πανηγυρίζω•праздновать победу γιορτάζω τη νίκη•
праздновать день рождения γιορτάζω τα γενέθλια.
γιορτάζομαι, εορτάζομαι. -
4 отметить
отметить 1) (сделать пометку) σημειώνω· τονίζω (обратить внимание) 2) (праздник) γιορτάζω* * *1) ( сделать пометку) σημειώνω; τονίζω ( обратить внимание)2) ( праздник) γιορτάζω -
5 праздновать
-
6 чествовать
-
7 юбилей
юбилей м το ιωβηλαίο, η επέτειος; отмечать (или праздновать) \юбилей γιορτάζω το ιωβηλαίο* * *мτο ιωβηλαίο, η επέτειοςотмеча́ть ( или пра́здновать) юбиле́й — γιορτάζω το ιωβηλαίο
-
8 торжествовать
торжеств||оватьнесов1. (праздновать) γιορτάζω, ἐορτάζω, πανηγυρίζω:\торжествоватьовать победу γιορτάζω τή νίκη·2. (над кем-л.) θριαμβεύω:\торжествоватьовать над врагом θριαμβεύω κατά τοῦ ἐχθροῦ. -
9 именины
-нин πλθ. ονομαστική γιορτή•сегодня мои именины σήμερα έχω την ονομαστική μου γιορτή, σήμερα γιορτάζω•
поздравляю вас с -ами σας εύχομαι χρόνια πολλά για τη γιορτή σας•
справлять свой именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή με διασκέδαση, γλέντι.
|| γιορτασμός της ονομαστικής γιορτής. -
10 чествовать
-ствую, -ствуешь ρ.δ.μ.1. γιορτάζω•чествовать юбиляра γιορτάζω το ιωβηλαίο.
2. παλ. βλ. величать. || παλ. αποδίδω τιμές.1. γιορτάζομαι.2. τιμούμαι. -
11 встречать
встречатьнесов1. συναντώ, (συν)α-παντῶ, ἀνταμώνω·2. (получать, испытывать) συναντώ, βρίσκω:\встречать отказ παίρνω ἀρνητική ἀπάντηση· \встречать затруднения συναντώ δυσκολίες·3. (принимать) ὑποδέχομαι·4. (выходить навстречу) προϋπαντώ, ὑποδέχομαι, βγαίνω νά προϋπαντήσω· ◊ \встречать Новый год γιορτάζω τήν πρωτοχρονιά. -
12 новоселье
новосельес1. (новое жилище) ἡ νέα κατοικία, ἡ νέα ἐγκατάστασις, τό νεό-σπιτο·2. (празднество) τά ἐγκαίνια νέας κατοικίας:справлять \новоселье γιορτάζω τήν ἐγκατάσταση σέ νέα κατοικία -
13 победа
побед||аж ἡ νίκη:одержать \победау νικῶ· праздновать \победау ἐορτάζω (или γιορτάζω) τήν νίκην торжествовать \победау θριαμβεύω. -
14 праздновать
пра́зднова||тьнесов ἐορτάζω, γιορτάζω / πανηγυρίζω (торжественно):\праздноватьть свадьбу κάνω γάμο. -
15 справлять
справлятьнесов (праздновать) разг γιορτάζω, ἐορτάζω. -
16 чествовать
чествова||тьнесов γιορτάζω, ἐορτάζω. -
17 торжествовать
[ταρζυστβαβάτ ] ρ. γιορτάζω -
18 чествовать
[τσιέστβαβατ*] ρ. γιορτάζω -
19 торжествовать
[ταρζυστβαβάτ ] ρ γιορτάζω -
20 чествовать
[τσιέστβαβατ'] ρ γιορτάζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γιορτάζω — γιορτάζω, γιόρτασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γιορτάζω — και γιορτιάζω εορτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εορτάζω] … Dictionary of Greek
γιορτάζω — γιόρτασα, γιορτάστηκα, γιορτασμένος 1. αμτβ., έχω γιορτή: Σήμερα γιορτάζει η κόρη μας. 2. μτβ., τιμώ την επέτειο κάποιου γεγονότος: Στο σχολείο γιορτάσαμε την 28η Οκτωβρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιόρτασμα — το ο εορτασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιορτάζω ή < εόρτασμα με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] … Dictionary of Greek
ενεορτάζω — ἐνεορτάζω (Α) 1. γιορτάζω σε μια περιοχή 2. γιορτάζω ένα γεγονός … Dictionary of Greek
πανηγυρίζω — Α δ. γρφ. πανηγυράζω και πανηγηριάζω, ΝΜΑ [πανήγυρις] παίρνω μέρος σε πανήγυρη, μετέχω σε ομαδική εορτή, γιορτάζω νεοελλ. 1. εκδηλώνω τη χαρά μου για κάποιο σημαντικό γεγονός με ενθουσιώδη τρόπο, γιορτάζω θριαμβευτικά και επιδεικτικά («θα… … Dictionary of Greek
προδιεορτάζω — Α γιορτάζω κάποιον, κάνω γιορτή για κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεορτάζω «γιορτάζω μέχρι τέλους»] … Dictionary of Greek
συνδεκαδίζω — Α γιορτάζω τη δέκατη μέρα τού μήνα μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αμάρτυρο ρ. *δεκαδίζω «γιορτάζω τη δέκατη μέρα» (< δεκάς, άδος, πρβλ. δεκαδιστής)] … Dictionary of Greek
χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… … Dictionary of Greek
Stavento — Este artículo o sección necesita referencias que aparezcan en una publicación acreditada, como revistas especializadas, monografías, prensa diaria o páginas de Internet fidedignas. Puedes añadirlas así o avisar … Wikipedia Español
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek