-
61 поголодать
ρ.σ. (για λίγο χρόνο)βλ. голо дать. -
62 погонять
-
63 погромыхать
ρ.σ.βλ. громыхать (για λίγο χρον. διάστημα). -
64 поддебоширить
ρ.σ. (για λίγο χρόνο)•βλ. дебоширить. -
65 подежурить
ρ.σ. (για λίγο χρόνο)βλ. дежурить. -
66 подолбить
ρ.σ. (για λίγο χρόνο)βλ. долбить. -
67 подудеть
-дишьρ.σ.παίζω για λίγο τη φλογέρα ή άλλο πνευστό όργανο. -
68 подурить
ρ.σ. (για λίγο χρόνο)βλ. дурить. -
69 поегозить
ρ.σ. (για λίγο χρόνο)βλ. егозить. -
70 поелозить
ρ.σ. (απλ.) σέρνομαι, έρπω για λίγο. -
71 поехидничать
ρ.σ. ειρωνεύομαι δηκτικά για λίγο ή ελαφρά. -
72 пожужжать
ρ.σ. βομβώ, βουΐζω, ζουζουνίζω (για λίγο χρόνο). -
73 пожуировать
ρ,σ. παλ. απολαβαίνω (για λίγο χρόνο). -
74 позлить(ся)
ρ.σ. (για λίγο χρόνο)•βλ. злить(ся). -
75 показать
-кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. δείχνω•он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•
показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•
-жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.
|| παρουσιάζω•показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.
|| προβάλλω•-новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.
2. παρασταίνω, απεικονίζω.3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,
4. εμφανίζω, φανερώνω•показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.
|| παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;
αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).5. αποδείχνω, καταδείχνω.6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.
εκφρ.показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).1. βλ. казаться.2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.3. αρέσκομαι, μου αρέσει. -
76 покаркать
ρ.σ.βλ. каркать (για λίγο). -
77 покипятить
-
78 покомандовать
ρ.σ.βλ. командовать για λίγο. -
79 покритиковать
ρ.σ.μ. κριτικάρω καθώς και με σημ. για λίγο χρόνο. -
80 помечтать
ρ.σ. ονειροπολώ για λίγο.
См. также в других словарях:
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek