Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

γιατρεύω

См. также в других словарях:

  • γιατρεύω — γιατρεύω, γιάτρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γιατρεύω — και ιατρεύω (AM ἰατρεύω) [ιατρός] 1. θεραπεύω 2. ανακουφίζω ή παρηγορώ κάποιον 3. διορθώνω, επανορθώνω …   Dictionary of Greek

  • γιατρεύω — γιάτρεψα, γιατρεύτηκα, γιατρεμένος 1. θεραπεύω, κάνω καλά κάποιον ασθενή: Τον γιάτρεψε ένας σπουδαίος γιατρός. 2. μτφ., παρηγορώ, καταπραΰνω, ανακουφίζω: Ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευμορφογιατρεύω — εὐμορφογιατρεύω και ὀμορφογιατρεύω (Μ) γιατρεύω καλά, γιατρεύω με τέχνη …   Dictionary of Greek

  • αγιάτρευτος — η, ο [γιατρεύω] 1. αυτός που δεν γιατρεύτηκε ακόμα ή που δεν είναι δυνατόν να γιατρευτεί, ο αθεράπευτος 2. ανυπόφορος, αβάσταχτος …   Dictionary of Greek

  • ακέω — (I) ἀκέω (Α) θεραπεύω, γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀκέομαι]. (II) ἀκέω (Α) σιωπώ αμάρτυρος τ. ενεστώτα από όπου το ἀκέων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλέπε ακή (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • αλθαίνω — ἀλθαίνω (Α) θεραπεύω, γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. τού ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι τού μέλλοντα πρέπει… …   Dictionary of Greek

  • ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… …   Dictionary of Greek

  • αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] …   Dictionary of Greek

  • γιάτρεμα — το και γιατρεμός, ο θεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γιάτρεμα < αρχ. ιάτρευμα και η λ. γιατρεμός < γιατρεύω] …   Dictionary of Greek

  • γιαίνω — 1. θεραπεύω, γιατρεύω 2. είμαι υγιής, είμαι καλά 3. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιαίνω, με αποβολή του αρκτικού άτονου φθόγγου υ (πρβλ. γεια < υγεια, γιαλός < αιγιαλός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»