-
21 ляд
-а α.στις εκφρ. на кой ляд (χυδλ.) γιατί•иди (ή пошёл, ну тебя) -у – (χυδλ.) τι στο διάβολο, τι μου χρειάζεται, γιατί. -
22 плакать
плачу, плачешь, μτχ. ενστ. плачущийρ.δ.1. κλαίω, θρηνώ•горько плакать κλαίω πικρά•
плакать навзрыд κλαίω με λυγμούς, με ανα-φυλλητά.
|| λυπούμαι, θλίβομαι, συμπονώ.2. μτφ. (για άψυχα) ηχώ πένθιμα, λυπητερά.3. υγραίνομαι, καλύπτομαι από υδρατμούς..εκφρ.плакать в жилетку – ειρν. κλαίω (μεμψιμοιρώ) για την τύχη μου•палка -ет – σε περιμένει το παλούκι (κλαίει γιατί δε σε χτυπά)•тюрьма -ет – σε περιμένει η φυλακή (στενοχωρείται γιατί δε σε έχει μέσα).1. κλαίω, παραπονούμαι για την τύχη μου μεμψιμοιρώ.2. (απρόσ.) μου έρχεται να κλάψω, είμαι έτοιμος για να κλάψω.εκφρ.плакать в жилетку – βλ. 1 σημ. -
23 потому
επίρ.γι αυτό, ένεκα τούτου.σύνδ. υποτακτικός•потому что κ. потому как γιατί, επειδή•
не ем потому что не хочу δεν τρώγω, γιατί δε θέλω.
-
24 причём
1. σύνδεσμος-επί πλέον, μαζί μ αυτό, κοντά σ αυτό.2. επίρ. γιατί, για ποιο λόγο ή σκοπό•причём он тут? γιατί αυτός είναι εδώ;•
я здесь не причём εδώ εγώ δεν χρειάζομαι ή δεν έχω καμιά δουλειά εδώ.
-
25 причина
-ы θ.αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•
причина войны αιτία πολέμου•
расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•
смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•
причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•
по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•
по той -е, что... για το λόγο ότι•
скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•
неосновательная причина αβάσιμη αιτία•
по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•
уважительная причина σοβαρός λόγος•
без -ы αναίτια•
по -е παλ. ένεκα τούτου.
-
26 бы
бы(б) частица для образования со. слагательного наклонения1. (выражщ предположительную возможность, -0. желание, просьбу) ἐάν..., θά, ᾶς:он еде. лал бы, если бы мог αὐτός θά τό ίίκαμν-:ἐάν μποροῦσε; я бы охотно почитал θά τό διάβαζα μέ εὐχαρίστηση; ты бы посидел еще немного ἄς καθόσουνα ἀκόμη (ακόμα) λίγο;2. (при инфинитиве с дат. п.):отчего бы нам не пойти... καί γιατί νά μήν πἄμε...; не вам бы гово! ри́ть! νά τἄλεγε κανένας ἄλλος!; ◊ как бы ни ὁποίος καί ἄν, ὁποίος καί νά; ^ бы ни γιά νά μἡ; когда бы ни οποτε (κι ἄν); где бы ни ὅπου κι ἄν, ὅπου κι νά; как бы ни ὀπως καί ἄν, ὅπως καί να· как бы то ни́ было ὅπως καί νἄχει ^ πράγμα. -
27 ведь
ведь1. частица у сил. (большей частью не переводится) μά, πραγματικά/ μήπως (в вопр. предложениях):\ведь это всем известно (μά) αὐτό εἶναι γνωστό σέ ὀλους· \ведь это правда? ἐτσι δέν εἶναι; (μήπως) δέν εἶναι ἀλήθεια;· \ведь я не спорю! μά δέν διαφωνώ!· \ведь вы это сделаете? (λοιπόν) θά τό κάνετε αὐτό;·2. союз ἐπειδή, ἀφοῦ, γιατί:он сегодня не мог прийти, \ведь он болен δέν μπόρεσε σήμερα νά ἐρθει, ἐπειδή εἶναι ἀρρωστος. -
28 же
же Iсоюз I. (при противоположении) ἀλλα, δμως:я уезжаю, товарищ же остается ἐγώ ἀναχωρώ, ἀλλα ὁ σύντροφος μένει· если же вы не хотите ἐάν δμως ἐσείς δεν θέλετε·2. (в смысле «ведь») ἀφοῦ, μιά καί:почему вы не пришли, он же приглашал вас γιατί δέν ήρθατε, ἀφοῦ αὐτός σας είχε προσκαλέσει.же IIчастица1. (усилительная) ἐπί τέλους, κιόλας, λοιπόν:когда же вы приедете? πότε ἐπί τέλους θά ἐρθετε;-хорошо же ты ему ответил του ἀπάντησες δμως μιά χαρά· говорите же! μιλάτε λοιπόν!· сегодня же σήμερα· сеи́час же τώρα κιόλας, αὐτή τή στιγμή·2. (означает тождество):тот же ὁ ίδιος· такая же книга ἀκριβώς τό ίδιο βιβλίο· в тот же час τήν ίδια ὠρα· там же ἐκεϊ, στό ίδιο μέρος· здесь же ἐδώ, στό ίδιο μέρος· туда же προς τά ἐκεῖ πάλι· так же ἔτσι (ακριβώς)· тогда же τότε ἀκόμη. -
29 ибо
ибо союз книжн. γιατί, διότι. и́ва ж ἡ Ιτιά, ἡ Ιτέα:плакучая \ибо ἡ κλαίουσα ἰτέα. -
30 иначе
иначе1. нареч ἀλλοιως, διαφορετικά, ἀλλοιώτικα, διαφορετικῶς, ἄλλως:поступать \иначе ἐνεργώ διαφορετικά (или ἀλλοιώτικα)·2. союз (а то) εἰδεμή, εἰδάλλως, ἄλλως:поторопитесь, \иначе вы опоздаете βιαστείτε γιατί θά ἀργήσετε· ◊ так или \иначе ἔτσι είτε ἀλλοιώς. -
31 колодец
колодецм τό πηγάδι, τό φρέαρ:артезианский \колодец τό ἀρτεσιανό φρέαρ· ◊ не плюй в \колодец, пригодится воды напиться μή φτύνεις στό πηγάδι γιατί μπορεί νά χρειασθεί καί σύ νά πιεις. -
32 нет
нет1. частица отриц. ὄχι:вы его́ видели? \нет \нет (не видел) τόν είδατε; \нет ὄχι (δέν τόν είδα)· \нет, я не иду́ ὄχι δέν πάω· \нет, вы его́ не знаете ὄχι, δέν τόν ξέρετε· \нет еще ὄχι ἀκόμη· да и́ли \нет? ναί ἡ ὄχι;· совсем \нет κάθε ἄλλο, διόλου, καθόλου· почему́ \нет? γιατί ὄχι;· ὁ. -
33 приспичить
приспичи||тьсов безл разг:что вам \приспичитьло? τί σᾶς ἡρθε;. τί σᾶς Επιασε;, τί σᾶς κατέβηκε;, γιατί αὐτή ἡ βιασύνη;· ему́ \приспичитьло ехать τοῦ ήρθε νά φύγει. -
34 ради
радипредлог1. (для чего-л., кого-л.) γιά χάρη, γιά (προς) χάριν, γιά τό χατίρι:\ради него γιά τό χατίρι του, προς χάριν του· \ради общей пользы γιά τό κοινό συμφέρον2. (с целью чего-л.) γιατί:\радичего́?, чего́\ради? γιά ποιόν λόγο;, γιά ποιόν σκοπό;· шутки \ради ἀστειευόμενος· ◊ \ради бо́га (пожалуйста) разг παρακαλώ. -
35 скисать
скисатьнесов, скиснуть сов1. ξινίζω/ ξιδιάζω (о вине):молоко́ ски́сло τό γάλα ξίνισε·2. перен разг κατσου-φιάζω:что ты скис? γιατί κατέβασες τά μοῦτρα; -
36 увязаться
увяза||тьсясов см. увязываться· ну что ты за мной \увязатьсялся? γιατί μοῦ κόλλησες ἔτσι; -
37 что
что Iмест, (чего, чему́, чем, о чем)1. вопр. и относ. τί (τίνος, μέ τί, γιατί, γιά ποιο):что случилось? τί συνέβη;· что ты заду́мался? τί σκέπτεσαι;· что за ерунда! τί ἀνοησίες!, τί κουροφέξαλα!· что за шум? τί θόρυβος εἶναι αὐτός;· чего́ тебе хочется? τί θέλεις;· чего́-чего́ у них (только) нет καί τί δέν ἔχουν2. вопр. и относ, (сколько) πόσον, τί:что стоит книга? πόσο κοστίζει τό βιβλίο; что есть ду́ху μέ ὅλες του τίς δυνάμεις·3. относ. ὁ ὀποιος (ή ὁποία, τό ὀποιον, οἱ ὀποιοι, οἱ ὁποίες, τά ὀποια), πού:дом, что стоит на углу́ τό σπίτι, πού εἶναι στή γωνία·4. неопр. (что-нибудь) κάτι, τίποτε:чуть что μέ τό παραμικρό· в случае чего́ ἐάν συμβή τίποτε·5. вопр. (в каком положении, как поживает) πῶς:что ваша сестра? πῶς εἶναι ἡ ἀδελφή σας;· что больной? πώς εἶναι ὁ ἀρρωστος;· ◊ а что? καί τί μ' αὐτό;· ты что, хочешь ехать? τί, θέλεις νά φύγεις;· ни за что (на свете) ποτέ!, οὐδέποτε!· ни за что, ни про что γιά τό τίποτε· что толку в этом? καί τί τό ὀφελος;· что ли разг (вводн. сл., выражающее неуверенность, сомнение):пойдем, что ли? τί λες, "πδμε;· вот что ἄκου λοιπόν вот что, приходите послезавтра ἐλατε μεθαύριο· что ты!, что вы! а) μά τί λες, τί λέτε, εἶναι ἀδύνατον (при выражении удивления), б) τί λες καημένε (при возражении)· что бы ни случилось δ,τι καί νά συμβεί· что бы вы ни сказали δ,τι καί νά πείτε· чуть что μέ τό παραμικρό· что до, что касается ὀσον ἀφορα, ὅσο γιά· что до меня ὅσο γιά μένα...· ни к чему δέν χρειάζεται· ни с чем (остаться, уйти́ и т. п.) χωρίς τίποτε· с чего́ он это. взял? ποῦ του ήρθε αὐτό;что IIсоюз τί, πού:досадно, что я опоздал λυποῦμαι πού ἀργησα· чемодан такой тяжелый, что я не могу́ его́ поднять ἡ βαλίτσα εἶναι τόσο βαρειά πού δέν μπορώ νά τήν σηκώσω· сказал так ти́хо, что никто́ не услышал τό είπε τόσο σιγά πού κανείς δέν τόν ἄκου-σε· я рад, что вижу вас χαίρομαι πού σᾶς βλέπω· что ты пойдешь, что я \что все равно́ είτε ἐσύ θά πᾶς εἰτε ἐγώ τό ἰδιο κάνει. -
38 что-то
что-то1. мест, неопр. κάτι:тут \что-то не так ἐδῶ κάτι λείπει· ему́ чего́-то не хватает κάτι τοῦ λείπει·2. нареч (почему-то, неясно почему) σάν νά, κάπως:мне \что-то нездоровится σάν νά μήν εἶμαι καλά· мне \что-то не хочется есть δέν ξέρω γιατί, δέν ἔχω ὅρεξη νά φάω·3. нареч (с оттенком сомнения):\что-то не верится σάν δύσκολο νά τό πιστέψει κανείς· я \что-то не припомню δέν μπορώ νά θυμηθώ. -
39 зачем
[ζατσιεμ] εκίρ. γιατί -
40 ибо
[ίμπα] σύνδ. γιατί, διότι
См. также в других словарях:
γιατί — (μόρ. και σύνδ.) Ι. (ως ερωτημ. μόρ.) (σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις) 1. για ποιόν λόγο; 2. για ποιό ή με τί σκοπό; II. (ως σύνδ. αιτιολογικός) 1. (σε εξαρτημένες αιτιολογικές προτάσεις ή αποκρίσεις) επειδή, διότι, για τον λόγο ότι... 2. (με… … Dictionary of Greek
γιατί — 1. ερωτημ. μόριο: Γιατί μου μιλάς έτσι; 2. αιτιολ. σύνδ.: Δεν του δανείζω λεφτά γιατί ποτέ δεν τα επιστρέφει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek