-
1 γηθοσύνη
γηθοσύνη, ἡ, Freude, Hom. dreimal, im dativ. singul., Versanfang: Iliad. 21, 390 ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηϑοσύνῃ, ὅϑ' ὁρᾶτο ϑεοὺς ἔριδι ξυνιόντας, vor Freude; 13, 29 γηϑοσύνῃ δὲ ϑάλασσα διίστατο, v. l. γηϑοσύνη und γηϑόσυν' ἡ, nämlich γηϑόσυνα, s. Scholl. Herodian.; Odyss. 11, 540 ψυχὴ δὲ Αἰακίδαο φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα, γηϑοσύνῃ ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι, v. l. γηϑοσύνη, s. Scholl. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 54, 27 u. f. γηϑόσυνος; – plur., H. h. Cer. 437; Ap. Rh. 2, 878.
-
2 γηθοσυνη
ἡ тж. pl. радость Hom., HH. Plut. -
3 γηθοσύνη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γηθοσύνη
-
4 γηθοσύνη
γηθοσύνη u. γῆθος, Freude -
5 γηθοσύνη
γηθόσυνοςjoyful: fem nom /voc sg (attic epic ionic)γηθοσύνηjoy: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————γηθόσυνοςjoyful: fem dat sg (attic epic ionic)γηθοσύνηjoy: fem dat sg (attic epic ionic) -
6 γηθοσύνῃ
Βλ. λ. γηθοσύνη -
7 γηθοσύνη
η радость, веселье -
8 γηθοσύνη
γηθο-σύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηθοσύνη
-
9 γῆθος
γηθοσύνη u. γῆθος, Freude -
10 γηθόσυνος
γηθόσυνος, froh, heiter, Hom. γηϑόσυνος κῆρ Versende Iliad. 4, 272. 326. 18, 557, froh im Herzen; τοῦ μὲν ἔπειτα γηϑόσυνοι ϑεράποντες ἀπ' ὤμων τεύχε' ἕλοντο Iliad. 7, 122; χάρμῃ γηϑόσυνοι 13, 82; γηϑόσυνος οὔρῳ Odyss. 5, 269; femin. γηϑοσύνη Odyss. 11, 540, v. l. γηϑοσύνῃ, und Iliad. 13, 29, v. l. γηϑοσύνῃ und γηϑόσυν' ἡ, s. γηϑοσύνη. – Sp. D., z. B. Thall. 1 (VI, 235).
-
11 γήθει
γῆθοςneut nom /voc /acc dual (attic epic)γήθεϊ, γῆθοςneut dat sg (epic ionic)γῆθοςneut dat sgγηθέωrejoice: pres imperat act 2nd sg (attic epic)γηθέωrejoice: imperf ind act 3rd sg (attic epic)γή̱θει, γηθοσύνηjoy: neut nom /voc /acc dual (attic epic)γή̱θεϊ, γηθοσύνηjoy: neut dat sg (epic ionic)γή̱θει, γηθοσύνηjoy: neut dat sg -
12 γηθος
-
13 γηθοσύνας
γηθοσύνᾱς, γηθόσυνοςjoyful: fem acc plγηθοσύνᾱς, γηθόσυνοςjoyful: fem gen sg (doric aeolic)γηθοσύνᾱς, γηθοσύνηjoy: fem acc plγηθοσύνᾱς, γηθοσύνηjoy: fem gen sg (doric aeolic) -
14 γελάω
γελάω, lachen; fut. γελάσομαι; nur Sp., wie Liban. Anacr. 38 a Automed. 3 (XI, 29) γελάσω; aor. ἐγέλασα, p. ἐγέλασσα, ἐγέλαξε Theocr. 20, 1; vgl. καταγελάω. Bei Hom. außer aorist. act. nur zerdehnte Formen des praes. und imperfect. act. und adject. verbale γελαστός, welches besonders, oben, die anderen Formen s. weiter unten. – Das Wort bezeichnet sowohl das Lachen als Ausdruck der Freude wie als Ausdruck der Verachtung, des Spottes. Hom. Iliad. 11, 378 μάλα ἡδὺ γελάσσας; Odyss. 14, 465 ἁπαλὸν γελάσαι; 18, 163 ἀχρεῖον δ' ἐγέλασσεν; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα, durch Thränen lächelnd; 15, 101 ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνϑη; γναϑμοῖσι ἀλλοτρίοισιν, s. unten; ἐπί τινι, über Jemand, über Etwas lachen: Iliad. 2, 270 οἱ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; Odyss. 20, 358 οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; übertragen, Iliad. 21, 389 ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηϑοσύνῃ, ihm lachte das Herz im Leibe; Odyss. 9, 413 ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ; Iliad. 19, 362 αἴγλη δ' οὐρανὸν ἷκε, γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χϑὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Zerdehnte Formen: Od. 21, 105 αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι ϑυμῷ; 18, 40 ἃς ἔφαϑ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἀνήιξαν γελόωντες; 20, 374 μνηστῆρες δ' ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες Τηλέμαχον ἐρέϑιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες; 18, 111 τοὶ δ' ἴσαν εἴσω ἡδὺ γελώοντες, καὶ δεικανόωντ' ἐπέεσσιν; 20, 390 δεῖπνον μὲν γὰρ τοί γε γελοίωντες τετύκοντο, v. l. γελοιῶντες, von γελοιάω; 20, 347 οἱ δ' ἤδη γναϑμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν, v. l. γελώων; wan kann übrigens auch γελοίων von γελοιάω herleiten. – Auch in Prosa ἐπί τινι die gewöhnlichste Construction: ἐπί τινος Xen. Conv. 2, 18; τινί, nur von Sachen, Ar. Nubb. 552 Equ. 693; anders οὐδεὶς γελᾷ μοι, lacht mich an, Eur. I. A. 912, wie ὅταν ποτ' ἀνϑρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem. in Comp. Men. et Phil. p. 357; τινός Soph. Phil. 1110; mit gen. absol. Plat. Theaet. 175 b; τί τοῦτο γελᾷς Gorg. 473 e; vgl. Luc. Sacrif. 1; Ocyp. 5; anders γέλωτα Soph. Ai. 954; ἔς τινα 79; ἔν τινι Luc. Nigr. 21; ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ βούλομαι, oder lacht ihr darüber, daß ich, Xen. Conv. 2, 19; τί τοῦτο γελᾷς ἐτεόν; was lachst du eigentlich? Ar. Nub. 820. – Bei Dichtern von leblosen Gegenständen; δώματα Hes. Th. 40; vgl. H. h. Cer. 14; Ap. Rh. 4, 1171; Qu. Sm. 6, 3; vom ruhigen Meere, Alciphr. 3, 1; p. bei B. A. 6. – Pass. γελᾶσϑαι Alex. Ath. VI, 241 d Men. Stob. fl. 113, 9.
-
15 ἀρι-δείκετος
ἀρι-δείκετος, sehr gezeigt, ausgezeichnet; Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν, ausgezeichnet unter dem ganzen Volke, Od. 8, 382. 401. 9, 2. 11, 355. 378. 13, 38; Περσῆα πάντων ἀριδείκετον ἀνδρῳν Iliad. 14, 320; Κόων ἀριδείκετος ἀνδρῶν 11, 248; ohne gen. γηϑοσύνη ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι Od. 11, 540; – Hes. Th. 543.
-
16 γήθος
-
17 γῆθος
-
18 γηθοσύνην
γηθόσυνοςjoyful: fem acc sg (attic epic ionic)γηθοσύνηjoy: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 γηθοσύνης
γηθόσυνοςjoyful: fem gen sg (attic epic ionic)γηθοσύνηjoy: fem gen sg (attic epic ionic) -
20 γηθοσύνησιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γηθοσύνη — (3ος αι. π.Χ.). Φίλη και αυλική της Βερενίκης, κόρης του Πτολεμαίου Φιλάδελφου και συζύγου του Αντίοχου Β’ του Θεού (261 247 π.Χ.). Όταν η πρώτη σύζυγος του Αντίοχου, Λαοδίκη, δολοφόνησε τη Βερενίκη, η Γ. κατάφερε να πείσει τον λαό πως η… … Dictionary of Greek
γηθοσύνη — γηθόσυνος joyful fem nom/voc sg (attic epic ionic) γηθοσύνη joy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηθοσύνῃ — γηθόσυνος joyful fem dat sg (attic epic ionic) γηθοσύνη joy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήθει — γῆθος neut nom/voc/acc dual (attic epic) γήθεϊ , γῆθος neut dat sg (epic ionic) γῆθος neut dat sg γηθέω rejoice pres imperat act 2nd sg (attic epic) γηθέω rejoice imperf ind act 3rd sg (attic epic) γή̱θει , γηθοσύνη joy neut nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηθοσύνας — γηθοσύνᾱς , γηθόσυνος joyful fem acc pl γηθοσύνᾱς , γηθόσυνος joyful fem gen sg (doric aeolic) γηθοσύνᾱς , γηθοσύνη joy fem acc pl γηθοσύνᾱς , γηθοσύνη joy fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
γήθος — γῆθος, το (Α) γηθοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω. Η λ. πρέπει να είναι αρχαία, παρ όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, γιατί απαντά ως β συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα τών επών (πρβλ. εύγᾱθής, μελιγᾱθής, πλουτογᾱθής,… … Dictionary of Greek
γηθόσυνος — γηθόσυνος, η, ον και ος, ον (Α) χαρούμενος, ευχαριστημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω, ενώ κατ άλλους < γήθος (βλ. γηθοσύνη)] … Dictionary of Greek
περικαγχαλώ — άω, Α γελώ για κάτι ή, κυρίως για ζώα, πηδώ εδώ κι εκεί από χαρά («μητέρας ἐκ βοτάνης ἔριφοι περικαγχαλόωντες πολλῇ γηθοσύνη... δέχονται», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καγχαλῶ «γελώ ηχηρά, καγχάζω»] … Dictionary of Greek
ταρβόσυνος — ύνη, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, τρομακτικός 2. αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. ταρβοσύνη (πρβλ. γηθοσύνη: γηθόσυνος)] … Dictionary of Greek
γηθοσύνην — γηθόσυνος joyful fem acc sg (attic epic ionic) γηθοσύνη joy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)