Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Каталанский
- Немецкий
- Русский
- Французский
γεωργός/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
γεωργός — tilling the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργός — ο (AM γεωργός, ο Α και γεωργός, όν) καλλιεργητής τής γης, αγρότης αρχ. 1. στον πληθ. οι γεωργοί κύριοι μικρών αγρών ως ιδιαίτερη κοινωνική τάξη της αρχαίας Αθήνας 2. φρ. «γεωργός ὄχλος» γεωργοί, χωρικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Με αντιμεταχώρηση < γη (F)… … Dictionary of Greek
γεωργός — ο αυτός που καλλιεργεί τη γη: Οι γεωργοί διαπίστωσαν ότι οι καλλιέργειές τους καταστράφηκαν από τον παγετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπόντης, Γεώργος — (Αθήνα 1944 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του φωτογράφου και λογοτέχνη Γιώργου Μπαλάνου. Σπούδασε ηλεκτρονικά (για 1 χρόνο) και αγγλικά, ενώ ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με τη φυσική. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής αγγλικής γλώσσας και στη συνέχεια … Dictionary of Greek
γεωργόν — γεωργός tilling the ground masc/fem acc sg γεωργός tilling the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργοῖν — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργοί — γεωργός tilling the ground masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργούς — γεωργός tilling the ground masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργέ — γεωργός tilling the ground masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργῷ — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργώ — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)