-
1 γεωργος
-
2 γεωργός
γεωργόςtilling the ground: masc /fem nom sg -
3 γεωργός
γεωργός, οῦ, ὁ gener. one who is occupied in agriculture or gardening① one who owns a farm, farmer (Hdt., Aristoph.+) 2 Ti 2:6 (on association of γ. w. the teacher s. AHenrichs, ZPE 1, ’67, 50–53); Js 5:7.② one who does agricultural work on a contractual basis, vine-dresser, tenant farmer (Pla., Theaet. p. 178d; Aelian, NA 7, 28; Gen 9:20) Mt 21:33ff, 38, 40f; Mk 12:1f, 7, 9; Lk 20:9f, 14, 16 (ELohmeyer, ZST 18, ’41, 243–59: wicked tenants; BIersel, ‘D. Sohn’ in den synoptischen Jesusworten2 ’64, 124–45); J 15:1 (God as γ. Herm. Wr. 9, 6; 14, 10; PGM 1:26 ἧκέ μοι ἀγαθὲ γεωργέ, Ἀγαθὸς Δαίμων). Goodsp., Probs. 111f ‘cultivator’.—B. 487. S. DELG s.v. γῆ and ἔργον. M-M. -
4 γεωργός
-ός,-όν + A 2-1-6-0-1=10 Gn 9,20; 49,15; Jer 14,4; 28(51),23; 38(31),24tilling the ground; (ὁ) γεωργός farmer, husbandman Wis 17,16 -
5 γεωργός
ὁ γεωργός (γῆ + ἐργον) ≃ земледелец; крестьянин (ср. Георгий, нем. Jurgen) -
6 γεωργός
{сущ., 19}1. земледелец, пахарь;2. виноградарь.Ссылки: Мф. 21:33-35, 38, 40, 41; Мк. 12:1, 2, 7, 9; Лк. 20:9, 10, 14, 16; Ин. 15:1; 2Тим. 2:6; Иак. 5:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γεωργός
-
7 γεωργός
{сущ., 19}1. земледелец, пахарь;2. виноградарь.Ссылки: Мф. 21:33-35, 38, 40, 41; Мк. 12:1, 2, 7, 9; Лк. 20:9, 10, 14, 16; Ин. 15:1; 2Тим. 2:6; Иак. 5:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γεωργός
-
8 γεωργὸς
земледелецγεωργόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γεωργὸς
-
9 γεωργός
земледелецγεωργὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γεωργός
-
10 γεωργός
A tilling the ground, ; fertilizing,Νεῖλος Lib.Or.13.39
:—as Subst., γεωργός, ὁ, husbandman, Hdt.4.18, Ar. Pax 296, Pl.Phdr. 276b, etc.; οἱ γ., opp. οἱ μισθαρνοῦντες, Arist.Pol. 1296b28; but γ., opp. ὁ δεσπότης τοῦ χωρίου, IG22.1100; so of vine-dressers, gardeners, etc., Pl.Tht. 178d, Ael.NA7.28; γ. ὄχλος the peasantry, D.H.10.53; γ. βίος prob. in Ar. Pax 589;δένδρων ὧν γ. αἵδε αἱ χεῖρες Philostr.VA2.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωργός
-
11 γεωργός
ο крестьянин, земледелец, землепашец -
12 γεωργός
1. земледелец, пахарь; 2. виноградарь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γεωργός
-
13 γεωργός
-
14 γεωργός
el llaurador -
15 γεωργός
-
16 γεωργός
agriculteur -
17 συγ-γεωργός
συγ-γεωργός, ό, Mitbauer, Gehülfe beim Ackerbau, ο, Ar. Plut. 223.
-
18 φιλο-γέωργος
φιλο-γέωργος, den Feldbau, das Landleben liebend; Xen. Oec. 20, 27, und superl., 26; D. Sic.
-
19 γεωργόν
γεωργόςtilling the ground: masc /fem acc sgγεωργόςtilling the ground: neut nom /voc /acc sg -
20 γεωργοί
γεωργόςtilling the ground: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
γεωργός — tilling the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργός — ο (AM γεωργός, ο Α και γεωργός, όν) καλλιεργητής τής γης, αγρότης αρχ. 1. στον πληθ. οι γεωργοί κύριοι μικρών αγρών ως ιδιαίτερη κοινωνική τάξη της αρχαίας Αθήνας 2. φρ. «γεωργός ὄχλος» γεωργοί, χωρικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Με αντιμεταχώρηση < γη (F)… … Dictionary of Greek
γεωργός — ο αυτός που καλλιεργεί τη γη: Οι γεωργοί διαπίστωσαν ότι οι καλλιέργειές τους καταστράφηκαν από τον παγετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπόντης, Γεώργος — (Αθήνα 1944 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του φωτογράφου και λογοτέχνη Γιώργου Μπαλάνου. Σπούδασε ηλεκτρονικά (για 1 χρόνο) και αγγλικά, ενώ ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με τη φυσική. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής αγγλικής γλώσσας και στη συνέχεια … Dictionary of Greek
γεωργόν — γεωργός tilling the ground masc/fem acc sg γεωργός tilling the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργοῖν — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργοί — γεωργός tilling the ground masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργούς — γεωργός tilling the ground masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργέ — γεωργός tilling the ground masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργῷ — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργώ — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)