-
1 νόστος
νόστος, ὁ (verwandt mit νέομαι), Rückkehr, bes. in die Heimath, die Heimkehr; oft Hom., bes. in der Od.; νόστον μετὰ φρεσὶ βάλλεσϑαι, Il. 9, 434; Ἀχαιοῖσιν ὑπέρμορα νόστος ἐτύχϑη, 2, 155; Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε, Od. 1, 326 (so ist Νόστοι der gemeinsame Titel mehrerer alter epischer Gesänge, welche die Rückfahrten der griechischen Helden von Troja erzählten, wie die Odyssee selbst solch ein νόστος des Odysseus ist, vgl. Proclus Chrestom.; Ath. XI, 466 c citirt Ἀντικλείδης ὁ Ἀϑηναῖος ἐν τῷ ἑκκαιδεκάτῳ Νόστων); οὐδὲ νέεσϑαι οἴκαδ' ὅπη οἱ νόστος, 18, 241; νόστου μιμνήσκεσϑαι, 3, 142 u. öfter; auch νόστος γαίης Φαιήκων, Rückkehr zum Lande der Phäaken, 5, 344, vgl. 23, 68, wie γῆς πατρῴας, Eur. I. T. 1065; νόστον οἴκοιο, Orph. Arg. 144; gewöhnlich ἐπί, Il. 10, 509 Od. 3, 142; πόμπιμον νόστου τέλος, Pind. N. 3, 24; γλυκὺν νόστον ἐρυσσάμενοι, 9, 23; auch γεφύρωσε νόστον, I. 7, 51, u. öfter, auch für Reise, Fahrt übh.; νόστοι ἐκ πολέμων, Aesch. Pers. 846; Ag. 786. 962; νόστου σωτῆρας ἱκέσϑαι, Soph. Phil. 1457; ἐς δόμους, O. C. 1411; aber ἢ πὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυϑεν, Phil. 43, = er ist ausgegangen auf Nahrung; oft bei Eur., auch νόστον τὸν εἰς Ἴλιον περᾶν, Rhes. 427. – Weil bei Hom. der νόστος als etwas so Süßes erscheint, γλυκερός, μελιηδής, haben spätere Grammatiker dem Worte auch die Bedeutung »Süßigkeit«, »Annehmlichkeit« beigelegt (s. νόστιμος), Hesych. ἡ ἀνάδυσις τῆς γεύσεως, Suid. γλυκαομὸς ἐπὶ τῶν ἐδεσμάτων.
-
2 νόστος
νόστος, ὁ, Rückkehr, bes. in die Heimat, die Heimkehr; so ist Νόστοι der gemeinsame Titel mehrerer alter epischer Gesänge, welche die Rückfahrten der griechischen Helden von Troja erzählten, wie die Odyssee selbst solch ein νόστος des Odysseus ist; νόστος γαίης Φαιήκων, Rückkehr zum Lande der Phäaken; auch γεφύρωσε νόστον, für Reise, Fahrt übh.; aber ἢ πὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυϑεν, = er ist ausgegangen auf Nahrung. Weil der νόστος als etwas so Süßes erscheint, γλυκερός, μελιηδής, haben spätere Grammatiker dem Worte auch die Bedeutung 'Süßigkeit', 'Annehmlichkeit' beigelegt
См. также в других словарях:
γεφύρωσε — γεφύ̱ρωσε , γεφυρόω dam up aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαζαρελί, Βικτόρ — (Victor Vasarely,Πεξ, Ουγγαρία 1906 – Παρίσι 1997). Γάλλος ζωγράφος, ουγγρικής καταγωγής. Θεωρείται ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της οπ αρτ. Η αντίληψή του για την τέχνη συνοψιζόταν στην κλασική του επωδό «τέχνη για όλους».Σπούδασε στην Ακαδημία… … Dictionary of Greek
Ηγέλοχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μακεδόνας στρατηγός (4ος αι. π.Χ.). Ναύαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως αρχηγός του ιππικού στη μάχη του Γρανικού, ως ναύαρχος νικητής του περσικού στόλου και ως μηχανικός που γεφύρωσε τον Ελλήσποντο. 2.… … Dictionary of Greek
Κλαζομενές — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, που ήταν χτισμένη στην ηπειρωτική χώρα και στο ομώνυμο νησί από Ίωνες. Η πόλη βρισκόταν μεταξύ Σμύρνης και Ερυθρών. Αρχηγός της ήταν ο Κολοφώνιος Πόρφυρος, ο οποίος την αποίκισε με Φλιασίους και Κλεωναίους πρόσφυγες … Dictionary of Greek
Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που … Dictionary of Greek