Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γεφύρωσε

См. также в других словарях:

  • γεφύρωσε — γεφύ̱ρωσε , γεφυρόω dam up aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαζαρελί, Βικτόρ — (Victor Vasarely,Πεξ, Ουγγαρία 1906 – Παρίσι 1997). Γάλλος ζωγράφος, ουγγρικής καταγωγής. Θεωρείται ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της οπ αρτ. Η αντίληψή του για την τέχνη συνοψιζόταν στην κλασική του επωδό «τέχνη για όλους».Σπούδασε στην Ακαδημία… …   Dictionary of Greek

  • Ηγέλοχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μακεδόνας στρατηγός (4ος αι. π.Χ.). Ναύαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως αρχηγός του ιππικού στη μάχη του Γρανικού, ως ναύαρχος νικητής του περσικού στόλου και ως μηχανικός που γεφύρωσε τον Ελλήσποντο. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Κλαζομενές — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, που ήταν χτισμένη στην ηπειρωτική χώρα και στο ομώνυμο νησί από Ίωνες. Η πόλη βρισκόταν μεταξύ Σμύρνης και Ερυθρών. Αρχηγός της ήταν ο Κολοφώνιος Πόρφυρος, ο οποίος την αποίκισε με Φλιασίους και Κλεωναίους πρόσφυγες …   Dictionary of Greek

  • Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»