-
1 γεφῡρωτής
γεφῡρωτής, ὁ, der Brückenbauer, Plut. Lucull. 26.
-
2 γεφῡρωτής
См. также в других словарях:
γεφυρωτής — ο (Α γεφυρωτής) [γεφυρώ] γεφυροποιός … Dictionary of Greek
γεφυρωτής — ο ο γεφυροποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεφυρωτάς — γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc acc pl γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)