-
1 γερανίας
γερανίας, ὁ, mit langem Kranichhals, B. A. 31.
-
2 γερανίας
См. также в других словарях:
Γερανίας — Γερανίᾱς , Γερανίη fem acc pl Γερανίᾱς , Γερανίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)