Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Немецкий
- Русский
γεν-εά/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
αγχώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αγχώνεται, που αγωνιά: Ο Κώστας είναι τύπος αγχώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωνιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, ουδ. πληθ. η, γεμάτος αγωνία: Ο γιατρός κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες για τη σωτηρία του ασθενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, και αιματώδικος, η, ο που είναι γεμάτος αίμα ή έχει το χρώμα του αίματος: Είναι άνθρωπος με αιματώδη κράση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που δείχνει την αιτία: Αιτιώδη σχέση λέμε τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακανθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο με αγκάθια: Τα φύλλα του δέντρου αυτού είναι ακανθώδη. 2. δύσκολος, περίπλοκος: Τα ζητήματα αυτά είναι από τα ακανθώδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αλματικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αποτελείται από άμμο εξολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος: Το έδαφος εδώ ήταν αμμώδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο αμυλούχος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προέρχεται από την αρρώστια άφθα: Τα ζώα είχαν προσβληθεί από αφθώδη πυρετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει βάλτους, έλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)