-
1 ανασσω
I.1) повелевать, править, царствовать, тж. владеть(τισί Hom., Hes., τινός, μετά и ἔν τισί Hom., τινί Aesch., τι, παρά τι и ὑπό τινος Soph.)
οἱ ἀνάσσοντες Soph. — предводители, начальники;ἀνάσσεσθαί τινι Hom. — находиться в чьей-л. власти;τρίς μιν, φασίν, ἀνάξασθαι (med.) γενε΄ ἀνδρων Hom. — говорят, что он (Нестор) был царем трех человеческих поколений2) начальствовать, управлятьἀ. Ἑλλάδος στρατηγίας Eur. — командовать греческим войском;
ὄχων ἀ. Eur. — править колесницей;παρ΄ ὅτω σκῆπτρον ἀνάσσεται Soph. — (тот), кому принадлежит скиптрII.стяж. к ἀναΐσσω -
2 γένεση
γένεση η1) рождение, сотворение, созидание;2) Γένεσις η — Бытие – первая книга Ветхого ЗаветаЭтим.< дргр. γένεσις < γενε- < gene < инд. gen- γένος «род», γί-γνο-μαι «рождаться, становиться». Словом «Γενεσις» (Бытие) Семьдесят переводчиков озаглавили первую книгу Священного Писания. В тексте оригинала она называется Bere’sith «в начале», по первым словам книги: (Γέν. 1, 1) εν αρχή εποίησεν ο θεός τον ουρανόν και την γην (Быт. 1, 1) — в начале сотворил Бог небо и землю
См. также в других словарях:
γένε' — γένεα , γένος race neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γένει , γένος race neut nom/voc/acc dual (attic epic) γένεϊ , γένος race neut dat sg (epic ionic) γένει , γένος race neut dat sg γένεε , γένος race neut nom/voc/acc dual (epic ionic) γένεο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέτειρα — η (AM γενέτειρα) (θηλ. τού γενετήρ*) η μητέρα νεοελλ. η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου αρχ. 1. δημιουργός («ἀλήθεια γενέτειρα», Πλωτ.) 2. η θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε τειρα < *γενε τερ yα από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρ. γεν τού… … Dictionary of Greek
γένεση — η (AM γένεσις) 1. γέννηση, δημιουργία εκ του μηδενός 2. το πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης αρχ. μσν. εποχή, γενιά νεοελλ. 1. η αναπαραγωγή* 2. φρ. «αυτόματη γένεση ή αυτογένεση» η θεωρία τής προέλευσης τών ζώντων οργανισμών από αδρανή ύλη μσν.… … Dictionary of Greek
γενέτης — γενέτης, ο (θηλ. γενέτις, η) (AM) 1. πρόγονος 2. στον πληθ. α) πρόγονοι β) οι γονείς αρχ. 1. ο πατέρας 2. ο δημιουργός 3. ο γιος 4. (ως επίθ. θεού) ο γενέθλιος*, ο προστάτης τού γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ της από τη δισύλλαβη μορφή γενε (<… … Dictionary of Greek
γενέτωρ — ( ορος), ο (AM) 1. γεννήτωρ, πρόγονος 2. (για τους θεούς) ο προστάτης τού γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ τωρ από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρίζας γεν τού γίγνομαι*] … Dictionary of Greek
γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… … Dictionary of Greek
γενετή — (genetta). Επιστημονική ονομασία είδους σαρκοβόρων ζώων της οικογένειας των μοσχογαλιδών, που την αποτελούν ζώα μήκους περίπου 1 μ., με κηλιδωτό τρίχωμα, ευκίνητα και αιμοβόρα. Όπως όλα τα αιλουροειδή και τα αρπακτικά, έτσι και τα σαρκοβόρα αυτά… … Dictionary of Greek
γενετήρ — γενετήρ, ο (Α) 1. ο πατέρας 2. πληθ. γενετῆρες, οἱ οι γονείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε τήρ από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρίζας γεν τού γίγνομαι*] … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
φύτλη — και δωρ. τ. φύτλα, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. φύτρα, γενιά 2. (μτγν. τ.) φύσις* («οἷς ἀμφιθαλὴς ἔτι φύτλη», Ζώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φύτλη και φύτλον έχουν σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ. φύω* με τα επιθήματα τλη / τλον, τα οποία, κατά μία άποψη, ανάγονται… … Dictionary of Greek
Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 … Wikipedia