Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γενεῇ

См. также в других словарях:

  • γενεῇ — γενεά race fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεή — γενεά race fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεῆι — γενεῇ , γενεά race fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dimitris Liantinis — (born 23 July 1942, in Greek: Δημήτρης Λιαντίνης, also transliterated as Dimitris Liadinis) was a Greek philosopher, writer and Deputy professor of Philosophy in the areas of Education of Ancient and New Greek Literature at the University of… …   Wikipedia

  • ABARBAREA — una Naiadum, ex quâ Bucolion maximus natorum Laomedontis Aesepum genuit et Pedasium. Hom. Il. σ. Βῆ δὲ μετ᾿ Αἴσηπον καὶ Πήδατον, οὕς ποτε νύμφη Νηῒς Α᾿βαρβαρέη τέκ᾿ ἀμύμονς Βουκολίωνι Βουκολίων δ᾿ ἦν ἡὸς ἀγαυοῦ Λαομέδοντος, Πρεσβύτατος γενεῇ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ASTRAEA — I. ASTRAEA Astraei, Arcadiae Regis (quidam scribunt Titani fratris Saturni) et Aurorae, sive, ut Hesiodus, et alii volunt, Iovis ac Themidis Caelô et Terrâ prognatae filia; ob aequitatem suam Iustitia dicta. Qoae aureô saeculô a caelis in terram… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CAUNUS — I. CAUNUS Cariae oppid. maritimum ad Calbin fluv. versus Glaucum sinum, vix 50. milliar. a Rhodo Insul. Sub Tureis, cum toto tractu 140. milliar. a Macra in Occasum, in ora sinus Macrensis. Nunc la Rossa. Sophian. Huius meminit Strabo, l. 14.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άσπερμος — η, ο (Α ἄσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ. «άσπερμος σταφιδάμπελος») νεοελλ. χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί) αρχ. 1. χωρίς σπέρμα,… …   Dictionary of Greek

  • γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… …   Dictionary of Greek

  • δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …   Dictionary of Greek

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»