-
1 προτερος
3[compar. к πρό См. προ]1) первый(π. χρόνῳ и κατὰ χρόνον Arst.)
ὅ με π. κάκ΄ ἔοργεν Hom. — тот, кто первый нанес мне обиду;π. ἢ ὑμεῖς Plat. — раньше, чем вы;ἐμέο π. Hom. — раньше, чем я2) старший(γενεῇ Hom.)
ὅ π. Διονύσιος Xen. — Дионисий Старший3) предыдущий, прежний, прошлыйπρότεροι παῖδες Hom. — дети от прежнего (первого) брака;
τῇ πρότέρῃ (sc. ἡμέρᾳ) Hom., Thuc. — днем раньше, накануне;τῷ προτέρῳ ἔτει Her. — годом раньше;4) передний(πρότεροι πόδες Hom.)
5) имеющий преимущество, превосходящий(τινος πρός τι Plat.)
См. также в других словарях:
πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… … Dictionary of Greek