-
1 γενεθλίωμα
γενεθλίωμα, τό, = γέννημα, Schol. Hes. Th. 459.
См. также в других словарях:
γενεθλιωμάτων — γενεθλίωμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γενεθλίωμα
γενεθλίωμα, τό, = γέννημα, Schol. Hes. Th. 459.
γενεθλιωμάτων — γενεθλίωμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)