-
81 γενεήφι
-
82 γενεῆφι
-
83 γενεήφιν
-
84 γενεῆφιν
-
85 γενεαίς
-
86 γενεαῖς
-
87 γενεαλογήσαι
-
88 γενεαλογῆσαι
-
89 γενεαλογείν
-
90 γενεαλογεῖν
-
91 γενεαλογείς
-
92 γενεαλογεῖς
-
93 γενεαλογείσθαι
-
94 γενεαλογεῖσθαι
-
95 γενεαλογείται
-
96 γενεαλογεῖται
-
97 γενεαλογηθή
-
98 γενεαλογηθῇ
-
99 γενεαλογηθήναι
-
100 γενεαλογηθῆναι
См. также в других словарях:
γενεά — γενεά̱ , γενεά race fem nom/voc/acc dual γενεά̱ , γενεά race fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεᾷ — γενεά race fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… … Dictionary of Greek
γενεά — η βλ. γενιά, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γένεα — γένος race neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιμιλία γενεά — (Aemilia gens). Μεγάλος κλάδος πατρικίων της Ρώμης. Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτος γενάρχης της ήταν ο Μάμερκος, γιος του Πυθαγόρα … Dictionary of Greek
γενεαλογῇ — γενεᾱλογῇ , γενεαλογέω trace a pedigree pres subj mp 2nd sg γενεᾱλογῇ , γενεαλογέω trace a pedigree pres ind mp 2nd sg γενεᾱλογῇ , γενεαλογέω trace a pedigree pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογήσει — γενεᾱλογήσει , γενεαλογέω trace a pedigree aor subj act 3rd sg (epic) γενεᾱλογήσει , γενεαλογέω trace a pedigree fut ind mid 2nd sg γενεᾱλογήσει , γενεαλογέω trace a pedigree fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογεῖ — γενεᾱλογεῖ , γενεαλογέω trace a pedigree pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) γενεᾱλογεῖ , γενεαλογέω trace a pedigree pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογηθέντα — γενεᾱλογηθέντα , γενεαλογέω trace a pedigree aor part pass neut nom/voc/acc pl γενεᾱλογηθέντα , γενεαλογέω trace a pedigree aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογησάντων — γενεᾱλογησάντων , γενεαλογέω trace a pedigree aor part act masc/neut gen pl γενεᾱλογησάντων , γενεαλογέω trace a pedigree aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)