-
1 шило
-а, πλθ. шилья-ьев ουδ.σουβλί,οβελός•шило в мешке не утаишь παρμ. τίποτε δε μένει κρυφό• και η παλαιά: ουδέν κρυπτόν, ο ου μη φανερόν γενήσεται.
-
2 Carrion
subs.Flesh: P. and V. σάρξ, ἡ.Meat: P. and V. κρέας, τό.He shall become carrion for the sea birds: V. ὄρνισι φορβὴ παραλίοις γενήσεται (Soph., Aj. 1065); in same sense use V. ἕλωρ, τό, ἕλκημα, τό; see Prey.——————adj.Eating raw flesh: V. ὠμηστής, ὠμόσιτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Carrion
-
3 Cause
subs.Occasion: P. and V. ἀφορμή, ἡ.First cause, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ.Source, root: P. and V. πηγή, ἡ, ῥίζα, ἡ.The cause of: use adj., P. and V. αἴτιος (gen.).Of these things I am the cause: V. τῶνδʼ ἐγὼ παραίτιος (Æsch., frag.).Joint cause of: use adj.: P. and V. συναίτιος (gen.).From what cause: V. ἐκ τίνος λόγου; see Why.The common cause: P. and V. τὸ κοινόν.Make common cause with, v.: P. κοινολογεῖσθαι (dat.), κοινῷ λόγῳ χρῆσθαι πρός (acc.).Making common cause with your father: V. κοινόφρων πατρί (Eur., Ion, 577).Her cause is in the hands of her parents and friends: V. τῇ δʼ ἐν γονεῦσι καὶ φίλοις τὰ πράγματα (Eur., And. 676).If the cause of the Medes should prevail: P. εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε (Thuc. 3, 62).Ruin one's cause: P. ἀπολλύναι τὰ πράγματα (Thuc. 8, 75).——————v. trans.Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).Produce: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν (Plat.), ποιεῖν, V. φυτεύειν, τεύχειν, P. ἀπεργάζεσθαι; see also Contrive.Cause to do a thing: P. and V. ποιεῖν (acc. and infin.).Cause a thing to be done: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως τι γενήσεται.Start, set in motion: P. and V. κινεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cause
-
4 Get
v. trans.P. and V. κτᾶσθαι, κατακτᾶσθαι, λαμβάνειν, Ar. and V. πεπᾶσθαι (perf. infin. of πάεσθαι) (also Xen. but rare P.); see also P. and V. φέρεσθαι, ἐκφέρεσθαι, κομίζεσθαι, εὑρίσκεσθαι, Ar. and V. φέρειν (also Plat. but rare P.), εὑρίσκειν, V. ἄρνυσθαι (also Plat. but rare P.), ἀνύτεσθαι, κομίζειν.Fetch: P. and V. φέρειν, κομίζειν, ἄγειν, V. πορεύειν.Get in addition: P. and V. ἐπικτᾶσθαι, προσλαμβάνειν, P. προσκτᾶσθαι.Get in return: P. ἀντιτυγχάνειν (gen.).Help to get: P. συγκτᾶσθαι (τινί), συγκατακτᾶσθαί (τινί τι).Get a person to do a thing: P. and V. πείθειν τινα ποιεῖν τι or ὥστε ποιεῖν τι.Get a thing done: P. and V. πράσσειν ὅπως τι γενήσεται.V. intrans. Become: P. and V. γίγνεσθαι.Get at, reach, v. trans.: P. and V. ἐξικνεῖσθαι (gen. or acc.); see reach, met., intrigue with: P. κατασκευάζειν (acc.).Get back, recover: P. and V. ἀνακτᾶσθαι, κομίζεσθαι, ἀναλαμβάνειν, P. ἀνακομίζεσθαι, V. κομίζειν; see Recover.Get on with, have dealings with: P. and V. συγγίγνεσθαι (dat.); see have dealings with, under Dealings.Difficult to get on with: V. συναλλάσσειν βαρύς.Do you think after cheating us that you should get off scot free: Ar. μῶν ἀξιοῖς φενακίσας ἡμᾶς ἀπαλλαγῆναι ἀζήμιος (Pl. 271).Get oneself into trouble: P. εἰς κακὸν αὑτὸν ἐμβάλλειν (Dem. 32).What troubles I've got myself into: Ar. εἰς οἷʼ ἐμαυτὸν εἰσεκύλισα πράγματα (Thesm. 651).Get out of what one has said: P. ἐξαπαλλάσσεσθαι τῶν εἰρημένων (Thuc. 4, 28), ἐξαναχωρεῖν τὰ εἰρημένα (Thuc. 4, 28).Get round, cheat: Ar. περιέρχεσθαι (acc.).Get over: see under Over.Get the better of: P. πλεονεκτεῖν (gen.), πλέον ἔχειν (gen.), πλέον φέρεσθαι (gen.); see Conquer.Get the worst of it: P. and V. ἡσσᾶσθαι, P. ἔλασσον ἔχειν, ἐλασσοῦσθαι.Get to: see Reach.Get together, v. trans.: P. συνιστάναι; see Collect.Get up, contrive fraudulently: P. κατασκευάζειν; see trump up.I got you up ( dressed you up) as Hercules in fun: Ar. σὲ παίζων... Ἡρακλέαʼ ʼνεσκευασα (Ran. 523).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Get
-
5 Protection
subs.Safety: P. and V. σωτηρία, ἡ.Shelter: P. σκέπη, ἡ (Plat.).Defence, bulwark: P. and V. ἔρυμα, τό, ἔπαλξις, ἡ, V. ἕρκος, τό.Used concretely of a person: V. ἔρεισμα, τό, πύργος, ὁ.Protection against: P. and V. πρόβλημα, τό (gen.), V. ἔρυμα, τό (gen.), ῥῦμα, τό (gen.), ἔπαλξις, ἡ (gen.), ἀλκή, ἡ (gen.), P. προβολή, ἡ (gen.).What protection will this be to me? V. τί δὴ τόδʼ ἔρυμά μοι γενήσεται; (Eur., Phoen. 983).Laying aside their spears, the protection of their lord: V. λόγχας δὲ θέντες δεσπότου φρουρήματα (Eur., El. 798).Safe-guard: P. φυλακή, ἡ, φυλακτήριον, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Protection
См. также в других словарях:
γενήσεται — γίγνομαι come into a new state of being fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενήσετ' — γενήσεται , γίγνομαι come into a new state of being fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
мъножаи — (271) сравн. степ. 1.Более многочисленный, больший по числу, количеству: въниде въ ср҃дце ѥго сотона и начаты и пострѣкати. в˫ащьша и горьша съдѣ˫ати. и множаиша ѹбииства. СкБГ XII, 12г; на мольбѹ же ста потъщавъс˫а. и брата того преставлѥниѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενύπνιον — το (AM ἐνύπνιον) όνειρο («τί δῆτά μοι κακὸν γενήσεται ἰδόντι τοιοῡτον ἐνύπνιον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… … Dictionary of Greek
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
μεταλλαγή — η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) [μεταλλάσσω] αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.) νεοελλ. 1. βιολ. μετάλλαξη 2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας» (ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν… … Dictionary of Greek
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
ύπερος — Θηλυκό ανθικό όργανο των φυτών που φέρουν άνθη (Ανθόφυτα ή Φανερόγαμα). Οι ύ. θεωρούνται διαφοροποιημένα φύλλα (καρπόφυλλα), από τα οποία, με σύντηξη των άκρων τους, σχηματίζεται η ωοθήκη, ο στύλος και το στίγμα, τα οποία ως σύνολο αποτελούν το… … Dictionary of Greek