-
1 γενήσεται
сделаетсясбудетсяΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γενήσεται
-
2 Όφις ην μη φάγη όφιν, δράκων ου γενήσεται
• Пока змея не сожрет змею, драконом не станетИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όφις ην μη φάγη όφιν, δράκων ου γενήσεται
-
3 Ουδέν κρυπτόν ο μη φανερόν γενήσεται
– Τίποτα δε γίνεται που να μη μαθευτεί• Нет ничего тайного, что не стало бы явным• Все тайное становится явнымИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ουδέν κρυπτόν ο μη φανερόν γενήσεται
-
4 φανερός
η, ό [ά, όν ] явный, очевидный; открытый, неприкрытый; ясный, заметный, видимый;χωρίς καμιά φανερή αίτια — без всякой видимой причины;
είναι φανερό — очевидно, ясно;
§ είναι φως φανερό — ясно как (божий) день; — яснее ясного;
στα φανερά — при всех, публично; — открыто;
ουδέν κρυπτόν, ό ου μη φανερόν γενήσεται — или ουκ εστί κρυπτόν, ό — ой φανερόν γενήσεται — всё тайное становится явным
-
5 ουν
I.II.ион.-дор. ὦν ( всегда на втором месте)(обычно с частицами: ἀλλ΄ οὖν, γὰρ οὖν, δ΄ οὖν, εἴτε οὖν, καὴ οὖν, μὲν οὖν, οὔτε οὐν, ὥσπερ οὖν)
1) конечно, действительно, именно (так)ἆρ΄ οὐ τόδε ἦν τὸ δένδρον ; - Τοῦτο μὲν οὖν αὐτό Plat. — не то ли это дерево? - Да, именно оно самое;
ἐγὼ ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι Plat. — я как в действительности не знаю, так и не думаю, (что знаю);εἴτ΄ οὖν, εἴτε μέ γενήσεται Eur. — будет это действительно или нет2) ну, жеτί οὖν ἦν τοῦτο ; Plat. — что же такое произошло?;
εἴτ΄ οὖν ἀληθές, εἴτ΄ οὖν ψεῦδος Plat. — будь то правда, будь то ложь3) и вот, так вотτῇ δ΄ οὖν στρατιᾷ τότε ἀπέδωκε Κῦρος μισδόν Xen. — как бы то ни было, но Кир выплатил войску жалование;
τῇ τε οὖν αὐτονόμῳ οἰκήσει μετεῖχον οἱ Ἀθηναῖοι Thuc. — так вот афиняне жили по собственным законам4) все жеεἰ δὲ μηδέν ἐστι, ἀλλ΄ οὖν … Plat. — если же это и окажется не так, то все же …
5) итак, следовательно, поэтомуτίς οὖν ὅ λύσων σ΄ ἐστίν ; Aesch. — так кто же будет твоим освободителем?6) (после pron. relat.) бы ни (было), -либо (см. ὁστισοῦν, ὁποσοσοῦν, ὁποτερωσοῦν и т.п.) -
6 περισκοπεω
тж. med.1) смотреть кругом, оглядываться Plat., Soph.περισκοπουμένη, μέ ξυμφορὰ γενήσεται τὸ πρᾶγμα Arph. — внимательно наблюдая, как бы дело не приняло дурной оборот
2) внимательно разглядывать, обозревать(τὸν αἰγιαλόν Plut.)
3) всесторонне рассматривать, тщательно обдумывать(τὸ αὐτίκα Thuc.; τὸ μέλλον Plut.; τὰ πάντα Luc.)
-
7 φορα
ἥ [φέρω]1) ношение, несениеφορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. — не будет отказа в том, чтобы понести тебя
2) внесение, взнос(χρημάτων Thuc.; δασμῶν Xen., Plat.)
φέρειν τέν τῆς σωτηρίας φορὰν τῇ πατρίδι Dem. — вносить свой вклад для спасения родины;ψήφου φ. Eur., Plat. — подача голоса, голосование3) плодоношение(τῶν δένδρων Arst.)
4) плодовитость(φ. καὴ ἀφορία Plat.)
5) перемещение, (круго)вращение(τῶν ἄστρων καὴ τοῦ ἡλίου Plat.)
ἥ φ. κίνησις πόθεν ποῖ (ἐστιν) Arst. — перемещение есть движение из одного места в другое;φ. πεττῶν Plat. — движение (ходы) шашечных фигур6) стремительный порыв, напор(ἀνέμου βία καὴ φ. Polyb.)
φ. τις πραγμάτων Dem. — некое давление обстоятельств, т.е. ход событий;ἥ τοῦ πλήθους φ. Polyb. — настроение толпы;φ. πρὸς τὸν νεωτερισμόν Polyb. — стремление к новшествам;φορᾶς μεστός Plut. — полный рвения, неукротимый7) ноша, груз(φορὰν ἐνεγκεῖν Plut.)
8) урожай, сбор, продукция(ἐλαιῶν Arst.)
9) наплыв, множество(ῥητόρων πονηρῶν Aeschin.; προδοτῶν καὴ δωροδόκων Dem.)
10) группа единомышленников, направление, школа(ἐπὴ ταύτης εἶναι τῆς φορᾶς Sext.)
μάχη φορᾶς ἀντιδόξου Luc. — борьба школ (мнений) -
8 κρυπτός
См. также в других словарях:
γενήσεται — γίγνομαι come into a new state of being fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενήσετ' — γενήσεται , γίγνομαι come into a new state of being fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
мъножаи — (271) сравн. степ. 1.Более многочисленный, больший по числу, количеству: въниде въ ср҃дце ѥго сотона и начаты и пострѣкати. в˫ащьша и горьша съдѣ˫ати. и множаиша ѹбииства. СкБГ XII, 12г; на мольбѹ же ста потъщавъс˫а. и брата того преставлѥниѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενύπνιον — το (AM ἐνύπνιον) όνειρο («τί δῆτά μοι κακὸν γενήσεται ἰδόντι τοιοῡτον ἐνύπνιον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… … Dictionary of Greek
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
μεταλλαγή — η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) [μεταλλάσσω] αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.) νεοελλ. 1. βιολ. μετάλλαξη 2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας» (ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν… … Dictionary of Greek
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
ύπερος — Θηλυκό ανθικό όργανο των φυτών που φέρουν άνθη (Ανθόφυτα ή Φανερόγαμα). Οι ύ. θεωρούνται διαφοροποιημένα φύλλα (καρπόφυλλα), από τα οποία, με σύντηξη των άκρων τους, σχηματίζεται η ωοθήκη, ο στύλος και το στίγμα, τα οποία ως σύνολο αποτελούν το… … Dictionary of Greek