Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γενήματα

См. также в других словарях:

  • γενήματα — γένημα produce neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»