-
1 ἀτιτάλλω
ἀτιτάλλω, poet. = ἀτάλλω, aufziehen, pflegen, warten, παῖδα Od. 15, 450; σύας σιάλους 14, 41; γόνον Pind. N. 3, 56; ἵππων, ὅσσα γένεϑλ' ἀτιτήλατο μύριος αἶα Opp. C. 1, 271; übh. hegen, pflegen, Theocr. 17, 58; καλοῖς, schmücken, 15, 111.
См. также в других словарях:
γένεθλ' — γένεθλα , γένεθλον race neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχώος — α, ο (Α λεχώϊος, ον, θηλ. και λεχωϊάς) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο τής λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» λεχώνα, Νόνν. β. «λεχώϊα δῶρα» τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον ο τόπος… … Dictionary of Greek
μαιήιος — μαιήϊος, ον (Α) 1. μαιευτικός 2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα ήϊος (πρβλ. γαι ήιος, γενεθλ ήιος)] … Dictionary of Greek