Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γελ

См. также в других словарях:

  • ԳԵՂԳԵՂ — ( ) NBH 1 0536 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 13c գ. Իբր արմատ Գեղգեղելոյ՝ է Գեղգեղանք, զոր տեսցես: Այլ իբր γελγελ, γέλ γέλ Գելգել, ըստ եբր. կիլկել, է Գլումն, գլորումն, թաւալ, հոլովումն. կամ Դիւրագլոր, դիւրաշրջիկ. *Եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • γέλγις — (γεν. ιος, ιθος, ιδος), η (Α) 1. ο βολβός τού σκόρδου 2. πληθ. οι σκελίδες τού σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει την ίδια σημασία με τη λ. άγλις «κεφαλή σκόρδου». Στον τ. γέλγις απαντά εκφραστικός αναδιπλασιασμός* γέλ γλις. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ …   Dictionary of Greek

  • ηβάσκω — ἡβάσκω (Α) (εναρκτικό ρ. τού ηβώ) 1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.) 2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου 3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

  • κλαυσάσκω — (Α) (ποιητ. τ.) κλαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. άσκ ω, χαρακτηριστική τών εναρκτικών ρ. (πρβλ. γελ άσκ ω «αρχίζω να γελώ», ἡβ άσκ ω «αρχίζω να βγάζω γένια»)] …   Dictionary of Greek

  • κοράκιο — το ασθένεια τών αιγοπροβάτων που προέρχεται από υπερβολική δίψα και αναγνωρίζεται από μια μελανή μεμβράνη κάτω από τη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για υποχωρητ. παρ. τού κορακιάζω (πρβλ. γέλ ιο < γελώ)] …   Dictionary of Greek

  • προσεκλέγω — Α 1. αφαιρώ, αποσπώ κάτι ακόμη (α. «καὶ τοὺς ἄλλους [ὀδόντας] προσεκλέγειν», Γέλ. β. «τόκους καὶ ἐπιτοκίας προσεκλέγειν», Φίλ.) 2. μέσ. προσεκλέγομαι επιλέγω κάτι για τον εαυτό μου επιπροσθέτως («προσεκλέγονται δ οὗτοι πάλιν αὐτοὶ τοὺς ἴσους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Σέτλαντ ή Ζέτλαντ — (Shetland). Αρχιπέλαγος της Μεγάλης Βρετανίας, που αποτελεί κομητεία της Σκοτίας (1432 τ. χλμ., 22400 κάτ.) με πρωτεύουσα τη Λέρουικ (5919 κάτ.). Βρίσκεται μεταξύ Ατλαντικού ωκεανού στα Δ και Βόρειας θάλασσας στα Α και αποτελείται από μερικές… …   Dictionary of Greek

  • gel-1 —     gel 1     English meaning: “to curl; round, *gland, growth, ball, fathom, arm”     Deutsche Übersetzung: “ballen, sich ballen; Gerundetes, Kugeliges” etc     Material: evidence for the unadjusted root form are seldom and partly very doubtful …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»