См. также в других словарях:
μορφίζω — (Μ μορφίζω) [μορφή] 1. δίνω σε κάποιον ωραιότερη ή καλύτερη μορφή, ομορφαίνω («η κοκκινάδα τής ντροπής μορφίζει τα κορίτσια», παροιμ.) 2. (για λόγια, μύθους, πράγματα) καλλωπίζω, στολίζω, διασκευάζω («κι εμόρφιζε τα ψέματα κι εκείνοι τα πιστεύαν» … Dictionary of Greek