-
1 γαστηρ
γαστρός, эп.-поэт. тж. γαστέρος ἥ1) желудок Hom., Soph., Arst., Plut.2) живот, брюхо Hom., Arst., Plut.3) потребность в пище(γαστρὴ φορβὰν ἀνύειν Soph.)
γαστέρι πενθῆσαί τινα Hom. — поститься от скорби по ком-л.;ἐν γαστρὸς ἀνάγκαις Aesch. — движимый голодом4) пища, еда5) материнская утроба, чревоγαστέρι (γαστρὴ) φέρειν Hom., Plat. и ἐν γαστρὴ ἔχειν Her. — носить в чреве, быть беременной
6) кулин. начиненный мясным фаршем желудок, желудочная колбаса(γαστέρες αἰγῶν Hom.; ὀπτᾶν γαστέρα τινί Arph.)
См. также в других словарях:
γαστέρος — γαστήρ paunch fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσογάστωρ — μεσογάστωρ, ορος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεσογάστορα ναῡται [ναύταν], τὸν ἐν τῇ μέσῃ νηί. Βέλτιον δὲ τὸν διεζωσμένον μέσην τὴν γαστέρα, ζωνογάστορα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ, γαστέρος), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ταυρο γάστωρ] … Dictionary of Greek
φύρω — Α 1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως τό χαλώ, τό αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», Ησίοδ. β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.) 2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.) 3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.… … Dictionary of Greek