-
1 γαργαλίζω
A tickle, titillate, Pl.Phlb. 47a, Epicur.Fr. 411;αὐτὸς αὑτὸν οὐθεὶς γ. Arist. Pr. 965a11
:—[voice] Pass., , cf. EN 1150b22: also, generally, feel tickling or irritation, Pl.Phdr. 251c.2 metaph.,τὰ τὰς αἰσθήσεις γαργαλίζοντα ἡδέα Phld.Mus.p.33K.
, cf. Ph.2.352;τὰ ὦτα γ. Aristid.Or.34(50).16
, cf. Luc.Cal.21; also of pain,ὰλγηδὼν -ουσα Plu.2.1088a
:—[voice] Pass.,γαργαλιζομένου τοῦ σώματος Plot.6.7.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαργαλίζω
-
2 γαργαρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαργαρίζω
-
3 ἀναγαργαρίζω
A gargle,χλιαροῖσιν Hp.Morb.2.26
,27, Aff.4:— so also in [voice] Med., Mul.2.185, IG4.955.30 (Epid.), Archig. ap. Gal.12.976 ([voice] Pass.). (- γαργαλ- is v.l. in codd. of Hp.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγαργαρίζω
См. также в других словарях:
-ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… … Dictionary of Greek