-
1 γαναω
1) блистать, сверкать, сиять(θώρηκες γανόωντες Hom.; νάρκισσος γανόων HH.)
2) прославлять(γανάοντες θεούς Aesch. - v. l. см. γανάεις)
См. также в других словарях:
γανόωντες — γανάω glitter pres part act masc nom/voc pl (epic) γανόω make bright pres part act masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… … Dictionary of Greek