-
1 γαλλικός
[галликос] εκ. французский.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γαλλικός
-
2 французский
французский γαλλικός; \французскийязык η γαλλική γλώσσα, τα γαλλικά* * *францу́зский язы́к — η γαλλική γλώσσα, τα γαλλικά
-
3 французский
франц||у́зскийприл γαλλικός, φραντσέζικος. -
4 гавот
-а α.γκαβότα, παλ. γαλλικός χορός. -
5 галльский
επ.γαλατικός, των Γαλατών•-ое племя η γαλατική φυλή.
|| παλ. γαλλικός. -
6 канкан
-а α.γαλλικός χορός κωμικός και άσεμνος, κόρδακας. -
7 фарандола
-ы θ.παλαιός γαλλικός επαρχιακός χορός. -
8 французский
επ.γαλλικός.
См. также в других словарях:
γαλλικός — gelded masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλλικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη Γαλλία ή τους Γάλλους: Συνήθως στα εστιατόρια παραγγέλνω γαλλικό κρασί. – Η Μασσαλιώτιδα έγινε ο γαλλικός εθνικός ύμνος. 2. ως ουσ., γαλλική, η και γαλλικά, τα η γαλλική γλώσσα: Είναι καθηγητής της γαλλικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλλικός — I Ποταμός (75 χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας, ο Εχέδωρος των αρχαίων. Πηγάζει από το όρος Κρούσια, την περιοχή του οποίου αποχετεύει και διαρρέει το ανατολικό τμήμα του νομού Κιλκίς και μέρος του νομού Θεσσαλονίκης. Η λεκάνη απορροής του (996 τ.… … Dictionary of Greek
γαλλικά — γαλλικός gelded neut nom/voc/acc pl γαλλικά̱ , γαλλικός gelded fem nom/voc/acc dual γαλλικά̱ , γαλλικός gelded fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλλικῶν — γαλλικός gelded fem gen pl γαλλικός gelded masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλλικόν — γαλλικός gelded masc acc sg γαλλικός gelded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βριένιοι — Γαλλικός ηγεμονικός οίκος, που ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αι. στην πόλη Μπριέν της Γαλλίας. Ο οίκος αυτός έχει συνδέσει το όνομά του με την Αθήνα, καθώς πολλοί εκπρόσωποί του υπήρξαν δούκες της στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Οι σημαντικότεροι ήταν … Dictionary of Greek
γαλλικαί — γαλλικός gelded fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλλικοῦ — γαλλικός gelded masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλλικούς — γαλλικός gelded masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλλικῆς — γαλλικός gelded fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)