-
1 στορεύς
στορεύς, έως, ὁ, der Hinbreitende, Bedeckende, Sp.; – Hesych. erkl. γαληνοποιός. – Bei Schol. Ap. Rh. 1, 1184 das Reibzeug zum Feuermachen, sonst ἐσχάρα.
См. также в других словарях:
στορέας — ο / στορεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. μεταλλικό εσωτερικό περίβλημα οφθαλμού ή εξωτερικό στύλου για προστασία τους από την τριβή αλυσίδας ή συρματόσχοινου 2. τεχνολ. σωληνοειδές περίβλημα, ελαστικό ή άκαμπτο, με το οποίο μπορούν να συνδεθούν… … Dictionary of Greek