Перевод: со всех языков на все языки

γα(ν)τζών

Ничего не найдено.

См. также в других словарях:

  • Σάκλινγκ, σερ Τζων — (Suckling). Άγγλος ποιητής, δραματικός συγγραφέας και αυλικός (Χουίτον, Μίντλσεξ 1609 Παρίσι 1642). Υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους ευγενείς της Αυλής του Κάρολου του A’ και ανήκε στην ομάδα των ποιητών ιπποτών. Υποστηριχτής της μοναρχίας… …   Dictionary of Greek

  • Σλόαν, Τζων — (Sloan). Αμερικανός ζωγράφος (1871 1951). Αυτοδίδακτος, εγκαταστάθηκε το 1904 στη Νέα Υόρκη όπου υπήρξε ένας από τους ηγέτες της «Ομάδας των Οχτώ», σκοπός της οποίας ήταν να αντιδράσει στο ακαδημαϊκό πνεύμα και στον απομονωτισμό της αποδεκτής… …   Dictionary of Greek

  • Σμίθ, Τζων — (Smith). Άγγλος εξερευνητής και αποικιστής (Γουίλομπαι, Λινκολνσάιρ 1579 Λονδίνο 1631). Αφού διάσχισε όλη την Ευρώπη σαν μισθοφόρος γύρισε στην πατρίδα του και, το 1607, με 144 άποικους πήγε στη Βιρτζίνια όπου ίδρυσε την πόλη Τζαίημς τάουν και… …   Dictionary of Greek

  • Σόουν, σερ Τζων — (Soane). Άγγλος αρχιτέκτονας (Γουάιττσερτς, Ρίντιγκ 1753 Λονδίνο 1837). Ήταν γιος οικοδόμου και συνεργάστηκε με τον Τ. Ντανς τον Νεότερο τον οποίο και διαδέχτηκε. Το 1772 εξασφάλισε μια υποτροφία για σπουδές στην Ιταλία, όπου επηρεάστηκε από την… …   Dictionary of Greek

  • Στρέιτσί, Τζων — (Streitsy). Άγγλος οικονομολόγος και πολιτικός (1901 – 1963). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Διετέλεσε διαδοχικά υπουργός Τροφίμων (1946 50) και Στρατιωτικών (1950 1). Ήταν οπαδός της θεωρίας του Κέυνς και αντίπαλος του Μαρξ. Στη μέθοδο… …   Dictionary of Greek

  • Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος …   Dictionary of Greek

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Γη — I (Newfoundland). Νησί (112.300 τ. χλμ., 175.500 κάτ.) του ανατολικού Καναδά, στον Ατλαντικό ωκεανό, μεταξύ των χερσονήσων του Λαμπραντόρ προς Β Δ και της Νέας Σκοτίας προς Ν Δ. Παρουσιάζει βαθιούς μυχούς, κατά ένα μέρος παγετωνικής προέλευσης,… …   Dictionary of Greek

  • Οξφόρδη — (Oxford). Πόλη (98 521 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη νότια Αγγλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.608 τ. χλμ., 578 900 κάτ.). Βρίσκεται στη συμβολή του Τσέργουελ με τον άνω ρου του Τάμεση (Άιζις, στην καρδιά της περιοχής που εκτείνεται… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»