Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

γίνομαι

  • 1 состояться

    γίνομαι, πραγματοποιούμαι

    Русско-греческий словарь > состояться

  • 2 войти

    войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•

    войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•

    заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.

    2. συμπεριλαμβάνομαι•

    войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.

    || γίνομαι μέλος•

    он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.

    3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•

    белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.

    4. εισχωρώ, εισδύω•

    войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.

    5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•

    в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•

    войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•

    войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•

    войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•

    войти в известность γίνομαι γνωστός.

    εκφρ.
    войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•
    войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•
    войти в дружбу – πιάνω φιλία•
    войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•
    войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•
    войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•
    войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•
    войти в лета ή в года ή в возрастπαλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•
    войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•
    войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•
    войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό.

    Большой русско-греческий словарь > войти

  • 3 опротиветь

    опротиветь
    сов γίνομαι μισητός, γίνομαι ἀηδής, γίνομαι σιχαμερός (вызывать отвращение)/ γίνομαι ἀνιαρός, γίνομαι φορτικός (наскучить).

    Русско-новогреческий словарь > опротиветь

  • 4 стать

    стать 1) (встать) στέκομαι· \стать в очередь παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά 2) (сделаться) γίνομαι* \стать учителем γίνομαι δάσκαλος; стало темно σκοτείνιασε; βράδιασε (с наступлением вечера ) 3) (остановиться) σταματώ; часы
    * * *
    1) ( встать) στέκομαι

    стать в о́чередь — παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά

    2) ( сделаться) γίνομαι

    стать учи́телем — γίνομαι δάσκαλος

    ста́ло темно́ — σκοτείνιασε; βράδιασε ( с наступлением вечера)

    3) ( остановиться) σταματώ

    часы́ ста́ли — το ρολόι σταμάτησε

    ••

    во что́ бы то ни ста́ло — οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο

    Русско-греческий словарь > стать

  • 5 докучать

    докучать
    несов γίνομαι ὀχληρός, σκοτίζω, παραζαλίζω, ἐνοχλῶ:
    \докучать просьбами γίνομαι ὀχληρός, γίνομαι φορτικός, γίνομαι βαρετός ζητώντας κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > докучать

  • 6 свежеть

    -ею, -ешь
    ρ.δ.
    1. γίνομαι δροσερός.
    2. (ναυτ.) δυναμώνω (για άνεμο).
    (για καιρό)• γίνομαι ανεμώδης.
    3. (για άνθρωπο)• γίνομαι φρεσκάτος. || γίνομαι σφριγηλός, αναγεννιέμαι, ξενιοτεύω.

    Большой русско-греческий словарь > свежеть

  • 7 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 8 зачастить

    зачасти́||ть
    сов разг γίνομαι πιό συχνός, γίνομαι πιό πυκνός:
    \зачастить в гости ἐπισκέπτομαι συχνά, γίνομαι συχνός μουσαφίρης· дождь \зачаститьл ἡ βροχή δυνάμωσε· \зачаститьли дожди́ ἄρχισε νά βρέχει συχνά.

    Русско-новогреческий словарь > зачастить

  • 9 надоедать

    надо||еда́ть
    несов βαριέμαι κάτι / ἐνο-1, γίνομαι βαρετός, γίνομαι φόρτωμα Щчать):
    мне \надоедатьела эта работа τήν 'έθηκα αὐτήν τήν δουλειά· \надоедать просьбами γίνομαι φόρτωμα μέ τίς παρακλήσεις μου· не \надоедатьедай мне μή μοῦ γίνεσαι 3ΐωμα.

    Русско-новогреческий словарь > надоедать

  • 10 опостылеть

    опостыле||ть
    сов разг γίνομαι μισητός, γίνομαι ἀπεχθής, γίνομαι βαρετός:
    \опостылетьло мне все это τά βαρέθηκα ὀλα αὐτά.

    Русско-новогреческий словарь > опостылеть

  • 11 привязываться

    привязывать||ся
    1. (κ чему-л.) δένομαι, συνδέομαι·
    2. перен (κ кому-л.) ἀφοσιώνομαι·
    3. (надоедать) разг ἐνοχλώ, γίνομαι φόρτωμα, κολλώ, γίνομαι φορτικός (или ὀχληρός)·
    4. (приставать) κολλώ κάποιου, γίνομαι τσιμπούρι:
    по дороге ко мне привязалась какая-то собака ото δρόμο μέ πήρε στό κατόπι ἔνας σκύλος.

    Русско-новогреческий словарь > привязываться

  • 12 синеть

    сине||ть
    несов
    1. (становиться синим) γίνομαι γαλανός, γίνομαι μαβής. γίνομαι κυανοδς/ μελανιάζω (от холода)·
    2. (виднеться):
    вдали \синетьет море στό βάθος φαίνεται ἡ γαλανή θάλασσα-

    Русско-новогреческий словарь > синеть

  • 13 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 14 отяжелеть

    -лею, -лешь
    ρ.σ.
    1. βαρύνω, γίνομαι πιο βαρύς. || γίνομαι πολύ δυσκίνητος.
    2. γίνομαι πλαδαρός, εκχαυνώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отяжелеть

  • 15 получить

    -лучу, -лучишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. полученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω•

    получить письмо λαβαίνω γράμμα•

    получить подарок παίρνω δώρο•

    получить зарплату πληρώνομαι το μισθό•. получить повышение παίρνω αύξηση•

    получить заказ παίρνω παραγγελία•

    получить награду παίρνω βραβείο.

    2. εξάγω, βγάζω•

    получить каменного угля βγάζω πετροκάρβουνο•

    получить интересные выводы βγάζω ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

    3. αρρωσταίνω, μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω•

    она -ла насморк αυτή την έπιασε συνάχι ή άρπαξε συполучить νάχι.

    4. σε συνδυασμό με μερικά ουσ. στην ελληνική αποδίδεται με ρ. σημασίας απο το ουσ.: получить выговор τιμωρούμαι: получить ранение τραυματίζομαι•

    получить пользу ωφελούμαι•

    получить распространение διαδίδομαι.• получить применение εφαρμόζομαι.

    || αποκτώ•

    получить хорошее воспитание παίρνω καλή διαπαιδαγώγηση.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    получить из-встность γίνομαι γνωστός.

    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι•

    -лся ответ ελήφθη απάντηση•

    -лось известие ήρθε η είδηση.

    2. βγαίνω, προκύπτω• γίνομαι.• снимок -лся хороший η φωτογραφία βγήκε καλή•

    ничего не -лось δεν έγινε τίποτε.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•

    что -лось? τι συνέβηκε;

    Большой русско-греческий словарь > получить

  • 16 посвежеть

    ρ.σ.
    1. γίνομαι δροσερός, κρυούτσικος, λίγο ψυχρός.
    2. γίνομαι πιο καθαρός, διαυγής, φρέσκος. || γίνομαι πιο σφριγηλός, γερός, ακμαίος.

    Большой русско-греческий словарь > посвежеть

  • 17 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 18 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 19 войти

    войти μπαίνω, εισέρχομαι* войдите! εμπρός! ◇ \войтив си лу μπαίνω σε ισχύ; \войти в моду γίνομαι της μόδας
    * * *
    μπαίνω, εισέρχομαι

    войди́те! — εμπρός!

    ••

    войти́ в си́лу — μπαίνω σε ισχύ

    войти́ мо́ду — γίνομαι της μόδας

    Русско-греческий словарь > войти

  • 20 вступить

    вступить 1) (в организацию и т. п.) μπαίνω, γίνομαι μέλος 2): \вступить в силу μπαίνω σε ισχύ
    * * *
    1) (в организацию и т. п.) μπαίνω, γίνομαι μέλος
    2)

    вступи́ть в си́лу — μπαίνω σε ισχύ

    Русско-греческий словарь > вступить

См. также в других словарях:

  • γίνομαι — γίνομαι, έγινα (σπάν. γίνηκα), γινωμένος βλ. πίν. 121 (και ως απρόσ. γίνεται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — έγινα και γίνηκα, γινωμένος 1. δημιουργούμαι: Το σπίτι μας έγινε μετά το σεισμό. 2. πραγματοποιούμαι, διεξάγομαι: Ο αρραβώνας τους έγινε το καλοκαίρι. 3. διαμορφώνομαι, καταντώ: Πώς έγινε έτσι το πουλόβερ μου; 4. ωριμάζω: Τα μήλα δεν έγιναν ακόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γίνομαι — γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καγκαινιάζω — γίνομαι ισχνός, γίνομαι λιπόσαρκος λόγω ασθενείας («καγκάνιασε το μωρό, γιατί βγάζει δόντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός»] …   Dictionary of Greek

  • ακροκοκκινίζω — γίνομαι ελαφρά κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρ. ακρο (ΙΙ) + κοκκινίζω ή παράγωγο του ακροκόκκινος] …   Dictionary of Greek

  • ανακρατύνομαι — γίνομαι πάλι κραταιός, ανακτώ τη δύναμη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κρατύνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις (ανακρατυνόμενος)] …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλεύω — γίνομαι ανώμαλος …   Dictionary of Greek

  • γαληνώνω — γίνομαι γαλήνιος, ησυχάζω …   Dictionary of Greek

  • γιγαντεύομαι — γίνομαι γίγαντας, αποκτώ υπερβολική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • διαδουλώνομαι — γίνομαι δούλος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»