-
1 μουσκίδι
το:είμαι ( — или γίνομαι) μουσκίδι — быть промокшим, становиться мокрым, промокать
-
2 насквозь
-
3 вымокать
вымокатьнесов, вымокнуть сов1. (о льне, конопле и т. п.) μουσκεύω, διαβρέχω, ποτίζω·2. (промокнуть) βρέχομαι, μουσκεύομαι, διαβρέχομαι:вымокнуть до нитки γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι. -
4 кость
кост||ьж1. анат. τό ὀστοῦν, τό κόκκαλο:рыбья \кость τό ψαροκόκκαλο· та́зовая \кость τό ὀστοῦν τής λεκάνης· берцовая \кость τό κνημιαΐο ὁστοῦν, ἡ κνήμη· височная \кость τό κροταφικό ὁστοῦν лучевая \кость ἡ κερκίς· локтевая \кость ἡ ὠλενη·2. (игральная) τό ζάρι, ὁ κύβος, τό κότσι:игра в \костьи τό μπαρμπούτἰ игра́ть в \костьи παίζω ζάρια, παίζω μπαρμπούτι· ◊ слоновая \кость τό ἐλεφαντοκόκκαλο, τό ἐλεφα-ντοστοῦν, ὁ ἐλεφαντόδους, τό φίλντισι· промокнуть до \костьей γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· до мо́зга \костьей μέχρΓ μυελού ὀστέων, ὡς τό μεδούλι· лечь \костььми́ πέφτω νεκρός στή μάχη, σκοτώνομαι· сложить \костьи ἀφήνω τά κόκκαλα· кожа да \костьи πετσί καί κόκκαλο· язык без \костьей γλώσσα ψαλλίδι. -
5 насквозь
насквозьнареч1. διαμπερῶς, πέρα γιά πέρα:пу́ля пробила легкое \насквозь ἡ σφαίρα πέρασε τό πνευμόνι πέρα γιά πέρα·2. перен (совершенно) разг ὁλοκληρωτικά, ἐντελώς:промокнуть \насквозь γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι· \насквозь прогнивший ἐντελώς σάπιος· ◊ видеть кого-л, \насквозь ξέρω τί καπνό φουμάρει. -
6 нитка
ни́т||каж ἡ κλωστή, τό νήμα:шелковые \ниткаки τά μεταξωτά νήματα, οἱ μεταξωτές κλωστές, τό μετάξι· кату́шка \ниткаок ὁ μακαρᾶς, ἡ κουβαρίστρα· \нитка жемчуга ἡ κλωστή τῶν μαργαριταριών вдевать \ниткаку в иголку περνῶ κλωστή στή βελόνα· ◊ сшить на живу́ю \ниткаку τρυπώνω· промокнуть до \ниткаки γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· обобрать до \ниткаки ξεγυμνώνω, κατακλέβω, ἀφήνω κάποιον μέ τό πουκάμισο· шито белыми \ниткаками εἶναι φῶς φανάρι, χτυπάει στό μάτι.
См. также в других словарях:
μουσκίδι — το το αποτέλεσμα τού μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμο («γίνομαι μουσκίδι» καταβρέχομαι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. τού μόσχος (για τη σημ. τής λέξης βλ. μουσκεύω)] … Dictionary of Greek