-
1 αρημενος
-
2 γηρας
I.II.1) старость(γ. οὐλόμενον Hes.; διὰ γ. ἀσθενής Plut.)
ἐπὴ γήραος οὐδῷ (gen. epexeg.) Hom., Hes.; — на пороге, которым является старость, т.е. на краю могилы;ἐπὴ γήρως Arph. и ἐν (τῷ) γήρᾳ Lys., Plat., Arst.; — в старости;οὔκ ἐστι γ. τοῦδε Aesch. — это никогда не ослабеет2) старческое состояние, увядание(φυτῶν, σώματος καὴ διανοίας Arst.)
3) сбрасываемая змеей кожа, линовище(οἱ ὄφεις ἐκδύνουσι τὸ γ. Arst.)
-
3 επιτρεπω
ион.-дор. ἐπιτράπω (aor. 1 ἐπέτρεψα, aor. 2 ἐπέτραπον; pass.: aor. 1 ἐπετρέφθην, aor. 2 ἐπετράφην или ἐπετράπην, pf. ἐπιτέτραμμαι)1) редко (только med. aor. 2 ἐπετραπόμην) досл. поворачивать, перен. склонять, побуждатьθυμὸς ἐπετράπετο Hom. — возникло желание
2) передавать по наследству, завещать(παισὴν κτήματα Hom.)
3) поручать, вверять(οἶκον ἅπαντά τινι Hom.; τέν ἀρχήν τινι Xen.; τι τῇ τύχῃ Arst.)
ἐπιτραφθεὴς τέν ἀρχήν Her. — облеченный властью;ἐπιτετραμμένοι τέν φυλακήν Thuc. — те, на которых возложена была охрана4) вручать, передавать, отдавать(τέν πόλιν τινί Her.)
5) уступать, предоставлять(τινὴ κρῖναι περί τινος Plat.)
γήραϊ ἐ. Hom. — поддаться старости;ἐ. ταῖς ἐπιθυμίαις τινός Plat. — считаться с чьими-л. желаниями;ἐ. τῇ ὀλιγαρχίῃ Her. — ввести у себя олигархию;ἐ. τινὴ πονέεσθαι Hom. — заставить кого-л. трудиться6) тж. med. вверять себя, доверяться, тж. предоставлять на усмотрение или на решение(τινι и τί τινι Hom., Arst., Plut.; med. Her., Xen.)
7) разрешать, позволять, допускатьοὐδενὴ ἐ. κακῷ εἶναι Xen. — не допускать, чтобы кто-л. оказался трусом;
μέ ἐ. τινὴ ἀδικοῦντι Plat. — никому не позволять совершать преступления8) приказывать(τινὴ ποιεῖν τι Xen.)
-
4 κυφος
-
5 νιφω
1) ( о снеге) идти, падатьΖεὺς νίφει Hom. или impers. νίφει Arph. — снег идет
2) покрывать снегом, pass. быть застигнутым снежной бурей(οἱ δὲ νιφόμενοι ἀπῆλθον ἐς τὸ ἄστυ Xen.; νιφόμενος καὴ κακοπαθῶν Plut.)
πολιῷ γήραϊ νίφεσθαι Anth. — покрываться сединой -
6 ρικνωδης
См. также в других словарях:
γήραι — γήραϊ , γῆρας old age neut dat sg γῆρας old age neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήρᾳ — γήραϊ , γῆρας old age neut dat sg γήραι , γῆρας old age neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
UCALEGON — unus ex Troianis Proceribus, qui belli tempore, quod annis confectus esset, praeliô abstinuit, ut refert Homer. Il. 13. Idem de bello et Antenore Il. γ. v. 148. Οὐκαλέγων τε καὶ Α᾿ντην´ωρ, πεπνυμένω ἄμφω, Εἵατο δημογέροντες ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι,… … Hofmann J. Lexicon universale
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
νείφω — (Α) 1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει χιονίζει 2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ οὐρανοῡ» Φίλ.) 3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
νουσοφόρος — νουσοφόρος, ον (Α) ιων. τ. αυτός που προκαλεί αρρώστια, ο νοσογόνος («γήραϊ νουσοφόρῳ», Θεαίτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + φόρος*] … Dictionary of Greek
πολύτλητος — ον, Α 1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα* 2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλητός (πρβλ. βαρύ τλητος)] … Dictionary of Greek
σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… … Dictionary of Greek