-
61 παράνομος
-
62 πολιτικός
η, ό[ν] 1.1) прям., перен. политический;πολιτική γεωγραφία (οίκονομία) — политическая география (экономия);
πολιτικοί άνδρες — политические деятели;
πολιτικό γραφείο — политбюро;
πολιτικός θάνατος — политическая смерть;
πολιτικός κρατούμενος — или πολιτικ κατάδικος юр. — политический заключённый;
πολιτικό αδίκημα ( — или εγκλημα) — политическое преступление;
2) гражданский (в разн. знач); штатский;πολιτικά δικαιώματα — гражданские права;
πολιτική αγωγή юр. — гражданский иск;
πολιτικός γάμος — гражданский брак;
πολιτική άμυνα — гражданская оборона;
ντυμένος πολιτικά — одетый в штатское, в гражданской одежде;
πολιτικός μηχανικός — инженер по гражданскому строительству;
3) дипломатичный; политичный (разг);πολιτικώτατη απάντηση — очень политичный ответ;
2. (ο) политик, политический деятель -
63 πολυδιήγητος
η, ο [ος, ον]1) длинный (об истории и т. п.); 2) нашумевший; шумный;πολυδιήγητος γάμος — нашумевшая свадьба
-
64 θρησκευτικός
θρησκευτικός, -ή, -όрелигиозный, верующий:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > θρησκευτικός
-
65 στέψη
στέψη η1) венчание, чинопоследование венчания новобрачных в церкви:η στέψη θα γίνει στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου — венчание состоится в церкви Святого Николая, см. γάμος ;
2) увенчивание венцом -
66 1062
{сущ., 16}1. брак, бракосочетание;2. брачный пир, свадьба.Ссылки: Мф. 22:2-4, 812; 25:10; Лк. 12:36; 14:8; Ин. 2:1, 2; Евр. 13:4; Откр. 19:7, 9. LXX: 4960 (התֶּשְׁמִ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1062
См. также в других словарях:
γάμος — wedding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
γάμος — ο 1. ηνόμιμη ένωση άντρα και γυναίκας, η παντρειά: Ήταν άτυχη στο γάμο της. 2. το μυστήριο του γάμου, η στέψη: Θύμωσε γιατί δεν την καλέσαμε στο γάμο μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… … Dictionary of Greek
ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… … Dictionary of Greek
γάμω — γάμος wedding masc nom/voc/acc dual γάμος wedding masc gen sg (doric aeolic) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor subj act 1st sg (doric) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γάμε — γάμος wedding masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοι — γάμος wedding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοιν — γάμος wedding masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοιο — γάμος wedding masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)