-
1 kınalama
βαφή μεχένα -
2 краска
краска ж το χρώμα· η βαφή, η μπογιά· акварельная \краска η ακουαρέλα* масляная \краска η λαδομπογιά* * *жτο χρώμα; η βαφή, η μπογιάакваре́льная кра́ска — η ακουαρέλα
ма́сляная кра́ска — η λαδομπογιά
-
3 белила
1. (белый пигмент) η λευκή χρωματική ουσία, ο σοβάς 2. (краска) το λευκό χρώμα (βαφή), ο σοβάς, το ασβεστοκονίαμαсвинцовые - του μολύβδου, ο βασικός ανθρακικός μόλυβδοςцинковые - του ψευδαργύρου, το λευκό οξ(ε)ίδιο του ψευδαργύρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > белила
-
4 закалка
тех. 1. (нагрев материалов и последующее их быстрое охлаждение) η βαφή, η σκλήρυνση- с охлаждением в масле - με ψύξη στο έλαιο/λάδι2. (резкое охлаждение) η ψύξη/σβέση (διά της εμβάπτισης)- с охлаждением в соляном растворе - με ψύξη σε διάλυμα/λουτρό άλατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закалка
-
5 закрасить
χρωματίζω, καλύπτω/σκεπάζω με χρώμα/βαφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрасить
-
6 кармин
το καρμίνιο (ερυθρή βαφή) (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кармин
-
7 каток
тех. ο τροχίσκος, ο κύλινδρος, το ρολόболотный - για βάλτους/έληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > каток
-
8 киноварь
1. мин. о θειούχος υδράργυρος, το κιννάβαρι 2. (краска) η κόκκινη βαφή από κιννάβαρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > киноварь
-
9 краситель
η χρωστική ουσία, το χρώμα, η βαφή * - выцветает - ξεθωριάζειРусско-греческий словарь научных и технических терминов > краситель
-
10 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
-
11 окраска
1. (процесс) о χρωματισμός, το βάψιμο 2. (покрытие) το χρώμα, η βαφή(цвет оттенок) το χρώμα, η απόχρωσηзащитная - тех. προστατευτικό -покровительственная - зоол. η ομοιοχρωμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окраска
-
12 охлаждение
1. (остужение) η ψύξη· адиабатическое - αδιαβατική -воздушное - με αέρα, η αερόψυξηмасляное - με έλαιο/λάδιрезкое - απότομη/ταχεία -2. (закалка) η σβέση μέσω της εμβάπτισηςразг. η βαφή (του χάλυβα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > охлаждение
-
13 проба
1. (испытание, проверка) η δοκιμή, το πείραμα, η δοκιμασία, η εξέταση, ο έλεγχος, η αντίδραση 2. (образец) το δείγμα 3. (количество частейдрагоценного металла, заключающееся вопределённом числе весовых долей сплава, а также клеймо, обозначающее это количество) о βαθμ/ός (των ευγενών μετάλλων)устанавливать - у προσδιορίζω το - ό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проба
-
14 прокаливаемость
мет. (глубина закалки) το βάθος της βαφής (του μετάλλου)сквозная - η ολική βαφή (του μετάλλου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокаливаемость
-
15 раскраска
(действие) о χρωματισμός, η βαφή, το βάψιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскраска
-
16 самозакалка
η βαφή (του χάλυβα) στον αέραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самозакалка
-
17 хром
I.хим. (Cr) το χρώμιο.II.1.(кожа) το δέρμα κατεργασμένο με χρώμιοτο δέρμα μποξ, το μποξ κάλφ (ξεν.)2. (жёлтая краска) η κίτρινη βαφή, το κίτρινο χρώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хром
-
18 краситель
красительм хим. ἡ βαφική ὕλη, ἡ βαφή. -
19 краска
кра́ск||аж1. (красящее вещество) ἡ βαφή, ἡ μπογιά:акварельная \краска ἡ νερομπογιά· масляная \краска ἡ λαδομπογιά· клеевая \краска μπογιά μέ κόλλα·2. \краскаи мн. (тон, колорит) τά χρώματα·3. \краскаи мн. перен (выразительные средства) τά χρώματα, ὁ χρωματισμός·4. (румянец):\краска стыда τό χρώμα τής ντροπής· вогнать кого́-л. в \краскау κάνω κάποιον νά κοκκινίσει·5. (действие) τό βάψιμο:отдать в \краскау δίνω γιά βάψιμο· ◊ сгущать \краскаи ὁξύνω τά χρώματα -
20 окраска
окрас||каж1. (действие) τό χρωμάτισμα, τό βάψιμο, ἡ βαφή·2. (цвет) τό χρῶμα, ὁ χρωματισμός·3. перен ἡ ἀπόχρωση, ὁ χρωματισμός, ἡ χροιά:стилистическая \окраскака слова ὁ χρωματισμός τοῦ λόγου (τοῦ λεκτικοῦ ὑφους).
См. также в других словарях:
βαφή — dipping fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
βαφή — η 1. το μπογιάτισμα, ο χρωματισμός, το βάψιμο: Η βαφή των μαλλιών μου έγινε προσεχτικά. 2. το χρώμα, η μπογιά: Το δωμάτιο του παιδιού χρωματίστηκε με ειδική, οικολογική βαφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαφῇ — βάπτω dip aor subj pass 3rd sg βαφῆι , βαφεύς a dyer masc dat sg (epic ionic) βαφή dipping fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαῖς — βαφή dipping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαῖσι — βαφή dipping fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαί — βαφή dipping fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφήν — βαφή dipping fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφῶν — βαφή dipping fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
Baphomet — For other uses, see Baphomet (disambiguation). The 19th century image of a Sabbatic Goat, created by Eliphas Lévi. The arms bear the Latin words SOLVE (dissolve) and COAGULA (congeal). Baphomet (English pronunciation: /ˈbæfɵmɛt/, from … Wikipedia