-
1 βαρύ-ποτμος
βαρύ-ποτμος, mit schwerem Geschick, unglücklich, Soph. Phil. 1085 O. C. 1458; öfter Eur., βαρυποτμώτατος Phoen. 1383; Plut. Tib. Gr. 5; im compar. Gryll. 6.
-
2 βαρύποτμος
βαρύ-ποτμος, mit schwerem Geschick, unglücklich
См. также в других словарях:
κακόποτμος — κακόποτμος, ον (Α) κακότυχος, δυστυχής («ἐμὲ κακόποτμον», Ευρ.). επίρρ... κακοπότμως (Μ) με δυστυχία, κακότυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ποτμος (< πότμος), πρβλ. βαρύ ποτμος, υστερό ποτμος] … Dictionary of Greek