-
21 εὔ-βοτρυς
-
22 μικρό-βοτρυς
μικρό-βοτρυς, kleintraubig, Hesych.
-
23 ἀγλαό-βοτρυς
ἀγλαό-βοτρυς, ὀπώρη, schöntraubig, Nonn. D. 18, 3.
-
24 Βοτρύοιν
Βότρυςbunch of grapes: masc gen /dat dual -
25 Βοτρύων
Βότρυςbunch of grapes: masc gen pl -
26 Βότρυ
Βότρυςbunch of grapes: masc voc sg -
27 Βότρυα
Βότρυςbunch of grapes: masc acc sgΒοτρύαςmasc voc sg (doric aeolic)Βοτρύαςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
28 Βότρυας
Βότρυςbunch of grapes: masc acc pl -
29 Βότρυε
Βότρυςbunch of grapes: masc nom /voc /acc dual -
30 Βότρυες
Βότρυςbunch of grapes: masc nom /voc pl -
31 Βότρυν
Βότρυςbunch of grapes: masc acc sg -
32 Βότρυος
Βότρυςbunch of grapes: masc gen sg -
33 Βότρυσι
Βότρυςbunch of grapes: masc dat pl -
34 Βότρυσιν
Βότρυςbunch of grapes: masc dat pl -
35 βότρυ
βότρυςbunch of grapes: fem voc sg -
36 βότρυας
βότρυςbunch of grapes: fem acc pl -
37 βότρυε
βότρυςbunch of grapes: fem nom /voc /acc dual -
38 βότρυες
βότρυςbunch of grapes: fem nom /voc pl -
39 βότρυν
βότρυςbunch of grapes: fem acc sg -
40 βότρυος
βότρυςbunch of grapes: fem gen sg
См. также в других словарях:
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
Βότρυς — Βότρῡς , Βότρυς bunch of grapes masc acc pl Βότρυς bunch of grapes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυς — βότρῡς , βότρυς bunch of grapes fem acc pl βότρυς bunch of grapes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοτρύοιν — Βότρυς bunch of grapes masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοτρύων — Βότρυς bunch of grapes masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότρυ — Βότρυς bunch of grapes masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυ — βότρυς bunch of grapes fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότρυα — Βότρυς bunch of grapes masc acc sg Βοτρύας masc voc sg (doric aeolic) Βοτρύας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότρυας — Βότρυς bunch of grapes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυας — βότρυς bunch of grapes fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότρυε — Βότρυς bunch of grapes masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)