Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βάρος

  • 1 fardeau

    βάρος

    Dictionnaire Français-Grec > fardeau

  • 2 poids

    βάρος

    Dictionnaire Français-Grec > poids

  • 3 břemeno

    βάρος

    Česká-řecký slovník > břemeno

  • 4 hmotnost

    βάρος

    Česká-řecký slovník > hmotnost

  • 5 závaží

    βάρος

    Česká-řecký slovník > závaží

  • 6 onus

    βάρος

    English-Greek new dictionary > onus

  • 7 weight

    βάρος

    English-Greek new dictionary > weight

  • 8 ciężarek

    βάρος

    Słownik polsko-grecki > ciężarek

  • 9 odważnik

    βάρος

    Słownik polsko-grecki > odważnik

  • 10 ağırlık

    βάρος, φορτίο, φόρτωμα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ağırlık

  • 11 kahır

    βάρος, βάσανο, καημός

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kahır

  • 12 külfet

    βάρος, μπελάς

    Türkçe-Yunanca Sözlük > külfet

  • 13 вес

    вес
    м
    1. τό βάρος, τό ζύγι:
    атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'
    2. спорт. τό βάρος:
    наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·
    3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:
    человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι.

    Русско-новогреческий словарь > вес

  • 14 тяжесть

    тяжест||ь
    ж
    1. фаз· τό βάρος, ἡ βαρύτητα, ἡ βαρύτης:
    сила \тяжестьи ἡ δύναμη τής βαρύτητας·
    2. (груз) τό βάρος, τό φορτίο[ν], ὁ φόρτος:
    перевозка \тяжестьей ἡ μεταφορά φορτίων центр \тяжестьи τό κέντρο τοῦ βάρους·
    3. перен τό βάρος, τό ἄχθος, ἡ σοβαρότητα:
    у меня на душе какая-то \тяжесть ἔχω κάποιο βάρος στήν καρδιά· \тяжесть забот τό βάρος τῶν φροντίδων \тяжесть преступления ἡ σοβαρότητα τοῦ ἐγκλήματος.

    Русско-новогреческий словарь > тяжесть

  • 15 вес

    -а (-у) α.
    1. το βάρος• вес 8 кг. βάρος 8 κιλά•

    атомный вес το ατομικό βάρος•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    удельный вес ειδικό βάρος•

    борец тяжелого -а παλαιστής βαρέων βαρών.

    2. ζυγαριά, ζυγός•

    аптекарский вес φαρμακευτικός ζυγός (ακριβείας).

    3. μτφ• κύρος, επιρροή, επιβάλλον•

    человек с большим -ом άνθρωπος με μεγάλη επιρροή.

    εκφρ.
    на вес золота – πανάκριβος, ακριβός σαν το χρυσάφι.
    α. держать на -у κρατώ σε εξάρτηση.

    Большой русско-греческий словарь > вес

  • 16 тягость

    θ.
    1. βάρος, επάχθεια•

    тягость налогов το βάρος των φόρων.

    2. πλθ. тягостьи δυσκολίες, δυσχέρειες.
    3. βάσανο, μπελιάς.
    4. (παλ. κ. απλ.) το βάρος η βαρύτητα. || σώμα βαρύ.
    5. μτφ. πίεση, θλίψη, στενοχώρια• ενόχληση•

    чувствую тягость в голове αισθάνομαι βάρος στο κεφάλι.

    εκφρ.
    быть в тягость кому – γίνομαι βάρος (ενοχλητικός) σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > тягость

  • 17 давить

    давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•

    снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•

    житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.

    || μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•

    сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.

    || μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•

    шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.

    || μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•

    она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.

    2. σφίγγω, στενεύω•

    воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•

    сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.

    || μτφ. αισθάνομαι βάρος•

    -ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•

    -ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.

    3. πνίγω, στραγγαλίζω•

    лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.

    4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•

    давить клопов ζουπώ τους κοριούς.

    || πατώ, θανατώνω•

    транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.

    5. °"τίβω•

    давить лимон στίβω το λεμόνι.

    1. πνίγομαι•

    давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.

    || μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).
    2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.
    3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.
    4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.
    5. πατιέμαι στίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > давить

  • 18 провес

    I.
    1. (под действием силы тяжести) η κύρτωση, η κάμψη (προς τα κάτω), το λύγισμα (από το βάρος) 2. (провисшее место) το λυγισμένο μέρος (από το βάρος). II. торг. (недостаток в весе против нужного количества) το λειψό ζύγισμα/βάρος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провес

  • 19 бремя

    бремя
    с τό φορτίο[ν], τό βάρος, τό ἀχθος:
    \бремя лет τό ἄχθος τοῦ γήρατος; \бремя забот τό βάρος (или τό πλήθος) φροντίδων быть \бремяенем для кого́-л. εἶμαι βάρος (или φορτίο) σέ κάποιον ◊ разрешиться от \бремяени ἐλευθερώνομαι, γεννώ, τίκτω.

    Русско-новогреческий словарь > бремя

  • 20 полиовесный

    полиовесн||ый
    прил πού ἔχει τό ἀπαιτούμενο βάρος, τό σωστό βάρος:
    \полиовесныйая монета τό γνήσιο νόμισμα, τό νόμισμα πού ἔχει τό ἀπαιτούμενο βάρος.

    Русско-новогреческий словарь > полиовесный

См. также в других словарях:

  • βᾶρος — spice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • βάρος — το γεν. ους, πληθ. η και ητα 1. το αποτέλεσμα που έχει η δύναμη της βαρύτητας σε όλα τα σώματα: Προσπάθησε να πηδήξει ψηλά, αλλά το βάρος του δεν του το επέτρεψε. 2. το αποτέλεσμα της ζύγισης ενός σώματος, το φόρτωμα: Δεν αντέχουν τα θεμέλια σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βάρος, Πόπλιος Κουινκτίλιος — (Publius Quinctilius Varus, τέλη 1ου αι. π.Χ. – 9 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ύπατος (13 π.Χ.), ανθύπατος της Αφρικής (8 7 π.Χ.), αντιπραίτορας στη Συρία (6 4 π.Χ.), όπου κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, στάλθηκε το 6 μ.Χ. από τον Αύγουστο… …   Dictionary of Greek

  • ειδικό βάρος — Ο λόγος του βάρους ενός σώματος με τον όγκο του. Η αριθμητική του τιμή παρέχεται από το βάρος της μονάδας του όγκου του σώματος. Η τιμή αυτή είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται από περιοχή σε περιοχή του σώματος, μόνο όταν το σώμα είναι ομογενές,… …   Dictionary of Greek

  • Γῆς βάρος. — См. Землю тяготить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βάρει — βάρος weight neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάρεϊ , βάρος weight neut dat sg (epic ionic) βάρος weight neut dat sg βά̱ρει , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) βά̱ρεϊ , βᾶρις Et.Gud. fem dat sg (epic ionic) βά̱ρει , βᾶρις Et …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρη — βάρος weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάρος weight neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βά̱ρη , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βαρέω weigh down imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρους — βάρος weight neut gen sg (attic epic doric) βά̱ρους , βᾶρος spice masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρέων — βάρος weight neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω̆ν , βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»