-
1 fardeau
βάρος -
2 poids
βάρος -
3 břemeno
βάρος -
4 hmotnost
βάρος -
5 závaží
βάρος -
6 onus
βάρος -
7 weight
βάρος -
8 ciężarek
βάρος -
9 odważnik
βάρος -
10 ağırlık
βάρος, φορτίο, φόρτωμα -
11 kahır
βάρος, βάσανο, καημός -
12 külfet
βάρος, μπελάς -
13 вес
весм1. τό βάρος, τό ζύγι:атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'2. спорт. τό βάρος:наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι. -
14 тяжесть
тяжест||ьж1. фаз· τό βάρος, ἡ βαρύτητα, ἡ βαρύτης:сила \тяжестьи ἡ δύναμη τής βαρύτητας·2. (груз) τό βάρος, τό φορτίο[ν], ὁ φόρτος:перевозка \тяжестьей ἡ μεταφορά φορτίων центр \тяжестьи τό κέντρο τοῦ βάρους·3. перен τό βάρος, τό ἄχθος, ἡ σοβαρότητα:у меня на душе какая-то \тяжесть ἔχω κάποιο βάρος στήν καρδιά· \тяжесть забот τό βάρος τῶν φροντίδων \тяжесть преступления ἡ σοβαρότητα τοῦ ἐγκλήματος. -
15 вес
вес 1-а (-у) α.1. το βάρος• вес 8 кг. βάρος 8 κιλά•атомный вес το ατομικό βάρος•
чистый вес καθαρό βάρος•
удельный вес ειδικό βάρος•
борец тяжелого -а παλαιστής βαρέων βαρών.
2. ζυγαριά, ζυγός•аптекарский вес φαρμακευτικός ζυγός (ακριβείας).
3. μτφ• κύρος, επιρροή, επιβάλλον•человек с большим -ом άνθρωπος με μεγάλη επιρροή.
εκφρ.на вес золота – πανάκριβος, ακριβός σαν το χρυσάφι.вес 2-а α. держать на -у κρατώ σε εξάρτηση. -
16 тягость
-и θ.1. βάρος, επάχθεια•тягость налогов το βάρος των φόρων.
2. πλθ. тягостьи δυσκολίες, δυσχέρειες.3. βάσανο, μπελιάς.4. (παλ. κ. απλ.) το βάρος η βαρύτητα. || σώμα βαρύ.5. μτφ. πίεση, θλίψη, στενοχώρια• ενόχληση•чувствую тягость в голове αισθάνομαι βάρος στο κεφάλι.
εκφρ.быть в тягость кому – γίνομαι βάρος (ενοχλητικός) σε κάποιον. -
17 давить
давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•
житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.
|| μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.
|| μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.
|| μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.
2. σφίγγω, στενεύω•воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•
сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.
|| μτφ. αισθάνομαι βάρος•-ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•
-ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.
3. πνίγω, στραγγαλίζω•лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.
4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•давить клопов ζουπώ τους κοριούς.
|| πατώ, θανατώνω•транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.
5. °"τίβω•давить лимон στίβω το λεμόνι.
1. πνίγομαι•давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.
|| μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.5. πατιέμαι στίβομαι. -
18 провес
I. 1. (под действием силы тяжести) η κύρτωση, η κάμψη (προς τα κάτω), το λύγισμα (από το βάρος) 2. (провисшее место) το λυγισμένο μέρος (από το βάρος). II. торг. (недостаток в весе против нужного количества) το λειψό ζύγισμα/βάρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провес
-
19 бремя
бремяс τό φορτίο[ν], τό βάρος, τό ἀχθος:\бремя лет τό ἄχθος τοῦ γήρατος; \бремя забот τό βάρος (или τό πλήθος) φροντίδων быть \бремяенем для кого́-л. εἶμαι βάρος (или φορτίο) σέ κάποιον ◊ разрешиться от \бремяени ἐλευθερώνομαι, γεννώ, τίκτω. -
20 полиовесный
полиовесн||ыйприл πού ἔχει τό ἀπαιτούμενο βάρος, τό σωστό βάρος:\полиовесныйая монета τό γνήσιο νόμισμα, τό νόμισμα πού ἔχει τό ἀπαιτούμενο βάρος.
См. также в других словарях:
βᾶρος — spice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρος — weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
βάρος — το γεν. ους, πληθ. η και ητα 1. το αποτέλεσμα που έχει η δύναμη της βαρύτητας σε όλα τα σώματα: Προσπάθησε να πηδήξει ψηλά, αλλά το βάρος του δεν του το επέτρεψε. 2. το αποτέλεσμα της ζύγισης ενός σώματος, το φόρτωμα: Δεν αντέχουν τα θεμέλια σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βάρος, Πόπλιος Κουινκτίλιος — (Publius Quinctilius Varus, τέλη 1ου αι. π.Χ. – 9 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ύπατος (13 π.Χ.), ανθύπατος της Αφρικής (8 7 π.Χ.), αντιπραίτορας στη Συρία (6 4 π.Χ.), όπου κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, στάλθηκε το 6 μ.Χ. από τον Αύγουστο… … Dictionary of Greek
ειδικό βάρος — Ο λόγος του βάρους ενός σώματος με τον όγκο του. Η αριθμητική του τιμή παρέχεται από το βάρος της μονάδας του όγκου του σώματος. Η τιμή αυτή είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται από περιοχή σε περιοχή του σώματος, μόνο όταν το σώμα είναι ομογενές,… … Dictionary of Greek
Γῆς βάρος. — См. Землю тяготить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βάρει — βάρος weight neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάρεϊ , βάρος weight neut dat sg (epic ionic) βάρος weight neut dat sg βά̱ρει , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) βά̱ρεϊ , βᾶρις Et.Gud. fem dat sg (epic ionic) βά̱ρει , βᾶρις Et … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρη — βάρος weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάρος weight neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βά̱ρη , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βαρέω weigh down imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρους — βάρος weight neut gen sg (attic epic doric) βά̱ρους , βᾶρος spice masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρέων — βάρος weight neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω̆ν , βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)