-
1 βωμιος
2 и 3алтарный(ἐσχάραι Eur.)
ἀκτὰν παρὰ βώμιον Soph. — у подножья алтаря;βώμιοι λιταί Eur. — молитвы перед алтарем;β. ἐφήμενος Eur. — сидящий у алтаря
См. также в других словарях:
σχάρα — η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α 1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα») 2.… … Dictionary of Greek