-
1 malt
βύνη -
2 солод
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > солод
-
3 солод
солодм ἡ βύνη. -
4 malt
[mo:lt]1) (barley or other grain soaked in water, allowed to sprout, and dried in a kiln, used in making beer, whisky etc.) βύνη2) (a variety of malt whisky: This pub sells fifteen different malts.) ποικιλία ουίσκι -
5 солод
-а (-у) α. η βύνη. -
6 солодовый
επ.της βύνης, από βύνη.
См. также в других словарях:
Βύνη — the sea goddess Ino fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύνη — malt for brewing fem nom/voc sg (attic epic ionic) βύνις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) βύ̱νη , βυνέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βύ̱νη , βυνέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βύνῃ — Βύνη the sea goddess Ino fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύνῃ — βύνη malt for brewing fem dat sg (attic epic ionic) βύνηι , βύνις fem dat sg (epic) βυνέω pres subj mp 2nd sg βυνέω pres ind mp 2nd sg βυνέω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύνη — η (Α βύνη) φρυγμένο κριθάρι που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μπίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] … Dictionary of Greek
βύνη — η ψημένο κριθάρι που χρησιμοποιείται στην κατασκευή μπίρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βύνην — Βύνη the sea goddess Ino fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύνην — βύνη malt for brewing fem acc sg (attic epic ionic) βυνέω pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βύνης — Βύνη the sea goddess Ino fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύνης — βύνη malt for brewing fem gen sg (attic epic ionic) βύνις fem nom/voc pl (doric aeolic) βύ̱νης , βυνέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν … Dictionary of Greek