Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βόηθα+με+να+σε

См. также в других словарях:

  • βοηθά — βοηθός hasting to the cry for help neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ψώρα — (psora). Γένος δισκολειχήνων της οικογένειας των λεκιδεϊδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 100 είδη, που τα συναντάμε πάνω στο χώμα, σε πέτρες και βράχους ή στους φλοιούς των δέντρων. Έχουν θαλλό κελυφοειδή. * * * η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψώρη Α 1.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • άρμενα — τα (AM ἄρμενα) ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι Νικόλα βόηθα» πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει») μσν. νεοελλ. 1. τα πανιά του ιστιοφόρου 2. τα ιστιοφόρα («όλα τ άρμεν… …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»