-
1 βωμίστρια
-
2 βωμίστρια
См. также в других словарях:
βωμίστρια — priestess fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 βωμίστρια
2 βωμίστρια
βωμίστρια — priestess fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)